Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Ο Πέτρος

Ανοίγει τα μάτια και κοιτάζει γύρω του. Οι εικόνες είναι διακεκομμένες η μια από την άλλη. Δεν κοιμάται, απλά είναι δύσκολο να τα κρατήσει ανοιχτά. Δεν θυμάται ακριβώς που είναι, θυμάται πώς νιώθει, πόσο ευτυχισμένος είναι, και πως η ζωή του μοιάζει ιδανική. Ιδανική μέχρι να σταματήσει να είναι υπό την επήρεια. Μέχρι η μέθη να αποτελεί παρελθόν. Μέθη, ανάλαφρη λέξη. Αυτοί με τους οποίους συναναστρεφόταν το ονόμαζαν "μαστούρα".
Τον ήξεραν. Ήξεραν ότι ο Πέτρος θα πληρώσει αδρά για λίγο ακόμα, κι άλλο λίγο. Μέχρι να τον καταπιεί ο ίδιος του ο εαυτός και να τον ξεράσει σε κάποιο απόμερο σοκάκι.


 Από μικρός φαινόταν διαφορετικός. Η δυσλεξία του δεν του επέτρεπε να ανήκει στην παρέα των "έξυπνων". Η εμφάνισή του δεν τον άφηνε να ενταχθεί στους "ωραίους". Το λέγειν και ο τσαμπουκάς του τον απομάκρυναν από τα "ήσυχα" παιδιά. Έτσι, λοιπόν, του έμενε ένας και μόνος δρόμος...

Η παρέα με τους "μάγκες"- τους αλήτες. Φαινομενικά πάντα. Δεν ήθελε να υποταχθεί σε κανέναν, δεν ήθελε να ανήκει πουθενά, αλλά η μοναξιά ήταν σκληρή στην ηλικία του. Έτσι μπήκε δειλά σε αυτόν τον δρόμο. Ένας δρόμος που δεν πήγαινε ευθεία. Δεν προχωρούσε όπως οι υπόλοιποι. Ήταν κατηφορικός. Όσο περνούσαν τα χρόνια αντί να προχωράει και να ανεβαίνει, τόσο διείσδυε σε έναν κόσμο άσχημο, άδικο, επικίνδυνο και άχρωμο. Τον κόσμο των ναρκωτικών.

Ξεκίνησε τη χρήση στα 16 του από αντίδραση. Από την ανάγκη να κοιτάξει τον ουρανό και να φωνάξει "Ε ψηλέ! Δε σε φοβάμαι!". Κι ούτε τον φοβήθηκε ποτέ γιατί αγνοούσε την παρουσία του. Όχι ότι ο ψηλός βοηθούσε τον Πέτρο να πιστέψει στην παρουσία Του. Λες και τον ξέχασε, τον πέταξε στη γη, σε ανθρώπους που δεν μπορούν να ονομαστούν γονείς, και τον άφησε στην μοίρα του. Μπορεί να έκανε ένα πείραμα για να δει τι θα έκαναν οι άνθρωποι χωρίς Αυτόν. Μπορεί τελικά ποτέ να μη βοήθησε κανέναν. Μπορεί ο καθένας μέσα του να πρεσβεύει μια αντίληψη και να πράττει ανάλογα.. νομίζοντας ότι όλα τα κάνει Αυτός. Μπορεί να μην υπάρχει καν. Το θέμα είναι ότι ο Πέτρος πάνω σε μια στιγμή αντίδρασης, αγανάκτησης και αδυναμίας κατέστρεψε τη ζωή του. Πήρε ένα μαχαίρι και έσκισε τη σάρκα του, κι ας νόμιζε πως απλά κάνει την πλάκα του για να αποδείξει κάτι -που δεν ήξερε τι- σε κάποιον -που δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του.

Χωρίς να το ξέρει, χωρίς να το θέλει...

Αυτό ήταν. Η αντίδραση έγινε συνήθεια, η συνήθεια έγινε εθισμός κι ο εθισμός έγινε το μαχαίρι..
Ο Πέτρος ζούσε "για λίγο ακόμα". "Ζούσε". Αν μπορούσε να ονομαστεί αυτό "ζωή". Το σώμα του είχε αμέτρητες ουλές από αποτυχημένα νταραβέρια μες τη νύχτα. Τα κόκαλά του φαίνονταν, δεν έτρωγε. Τα μάγουλά του είχαν εισχωρήσει τόσο βαθιά στο πρόσωπό του που ήταν σαν ζωντανός νεκρός. Ήταν βρώμικος. Είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια γιατί είχε αντικαταστήσει τον ύπνο με τη χαλάρωση μετά τη χρήση. Δεν κοιμόταν. Δεν μιλούσε σε κανέναν. Δεν μπορούσε κάνεις να τον ονομάσει άνθρωπο. Οι μανάδες όταν περνούσαν από δίπλα του κρατούσαν πιο σφιχτά τα παιδιά τους γιατί φοβούνταν. Πολλές φορές τους έκλειναν και τα μάτια. Οι περαστικοί άλλαζαν δρόμο για να μην είναι δίπλα του. Οι αστυνομικοί τον συνελάμβαναν χωρίς λόγο, απλά και μόνο για την όψη του.
Ο Πέτρος ήταν ένα τίποτα και μες το τίποτα ζούσε το κάτι.

Όμως, όπως όλα στη ζωή γίνονται ξαφνικά, μια μέρα έγινε αυτό το "κάτι" που ο Πέτρος χρειαζόταν όσο τίποτα στη ζωή του. Καθώς καθόταν σε ένα απόμερο σοκάκι, ανήμπορος, ζαλισμένος και αποκομμένος από τον κόσμο πέρασε από μπροστά του μια κοπέλα. Αργοπορημένα σήκωσε τα μάτια να την κοιτάξει και τα έχασε. Όσο αποκομμένος και να ήταν δεν μπορούσε να μη γνωρίσει την Ελπίδα.

Η Ελπίδα ήταν μια κοπέλα που είχε γνωρίσει στο σχολείο. Ήταν η μόνη που του έδινε σημασία και άκουγε καμιά φορά τα προβλήματά του. Την είχε ερωτευτεί. Ήταν ακόμα ο παλιός Πέτρος. Ο "ανένταχτος". Που φώναζε στον ψηλό ότι δεν τον φοβάται, όχι τώρα που του φώναζε "φοβάμαι πολύ. Κάνε κάτι." Η Ελπίδα, λοιπόν, ήταν μια ηλιαχτίδα στη ζωή του. Μόλις την είδε η καρδιά του άρχιζε να χτυπάει πάλι κανονικά. Του θύμισε τις "ωραίες μέρες" που είχαν φύγει ανεπιστρεπτί. Ήταν μια ανάσα στη βουτιά που είχε κάνει με το κεφάλι.

Η Ελπίδα περνούσε κάθε μέρα την ίδια ώρα από το ίδιο μέρος. Ο Πέτρος ήταν πάντα εκεί, πίσω από το παγκάκι κρυμμένος και την κοίταζε. Ένιωθε λες και γιατρευόταν από αυτό που του έτρωγε τη ζωή τόσο καιρό. Ένιωθε ότι βρήκε έναν λόγο για να αντέξει λίγο ακόμα. Παρόλα αυτά η εξάρτηση του δεν τον άφηνε να απέχει τελείως. Μια μέρα αφού είχε πάρει "λίγο ακόμα" καθόταν στο παγκάκι και την περίμενε. Δεν άργησε πολύ. Ήταν εκεί μπροστά του και περνούσε το δρόμο.

Σηκώθηκε από το παγκάκι και προσπάθησε να περπατήσει. "Ελπίδα!" της φώναξε. Η Ελπίδα γύρισε και τα πράσινα μάτια της καρφώθηκαν πάνω του "Πέτρο;" "Ναι εγώ.." Ο Πέτρος είχε καιρό να νιώσει οποιοδήποτε συναίσθημα. Τα μάτια της του θύμισαν όλα αυτά που είχε ξεχάσει. Όλα αυτά που είχε αφήσει σε μια άλλη εποχή. Τον κοιτούσε με έκπληξη, χαρά, ανακούφιση, αλλά και λύπηση. Λύπηση. Πόση λύπηση είχε εισπράξει στη ζωή του... Εκείνη τη στιγμή λες και έκανε μια συμφωνία με τον εαυτό του. Να μην δεχτεί ποτέ ξανά κάποιο βλέμμα οίκτου. Η Ελπίδα έγινε, χωρίς καν να το συνειδητοποιήσει, η μόνη ελπίδα του. "Που χάθηκες; Έχεις αδυνατίσει. Δεν τρως; Που μένεις; Τι είναι αυτά τα σημάδια;" Δεν προλάβαινε καν να επεξεργάζεται τις ερωτήσεις. Υπήρξαν κάποια δευτερόλεπτα σιωπής. Ο Πέτρος άρχισε να νιώθει τις "παρενέργειες". Ήθελε απλά να φύγει. Δεν ήθελε η Ελπίδα του να τον δει σε άσχημη κατάσταση. "Μη χάνεσαι" της είπε βιαστικά. Τρέχοντας χάθηκε στο στενό. Δεν τον επηρέασαν οι φωνές της Ελπίδας. Πήγε σε μια γωνία και έκανε εμετό. Το είχε συνηθίσει. Δεν τον ενοχλούσε συνήθως. Όμως τώρα ήταν αλλιώς. Ένιωσε ότι συχαινόταν τον εαυτό του. Ήθελε να ξεχάσει κάθε τι που είχε κάνει στη ζωή του και να κοιτάζει τα πράσινα μάτια της κοπέλας που του θύμιζε πώς είναι να ζει κανείς.

Η Ελπίδα έκανε να φανεί τρεις μέρες. ο Πέτρος δεν έκανε χρήση. Υπέφερε απ' την στέρηση, αλλά ήθελε να είναι "εντάξει". Ήθελε όταν την ξαναδεί να την κοιτάξει στα μάτια χωρίς να ντρέπεται. Χωρίς να χρειαστεί να πάει σε κάποια απόμερη γωνία. Μετά από τρεις μέρες, ήταν εκεί. Με τα μαύρα γυαλιά της, περνούσε το δρόμο. Με βήμα γρήγορο. Σαν να ήθελε να πάει κάπου. Η καρδιά του Πέτρου άρχισε να χτυπάει γρήγορα. Είχε πολύ καιρό να το νιώσει. Κι όμως η Ελπίδα δεν πήγαινε κάπου. Δεν είχε κάποια δουλειά. Το γοργό της βήμα οδηγούσε σε αυτόν. "Νομίζω ότι έχουμε αφήσει κάτι στη μέση." Εκείνη τη μέρα ήταν συνέχεια μαζί. Ο Πέτρος της μίλησε. Της είπε πράγματα που δεν είχε πει σε κανέναν. Δεν της έκρυψε τίποτα. Εκείνη τον κοιτούσε πότε με συμπόνοια, πότε με έκπληξη, πότε με απελπισία και πότε με δάκρυα στα μάτια. Τις λίγες φορές που μίλησε εκείνη του είπε πράγματα που του έλεγε και τότε, στο σχολείο. Τότε που ο Πέτρος έμπαινε στο λούκι. Τότε δεν της έδινε σημασία. Τώρα όμως, που ήταν μέσα στο λούκι, τα λόγια της φάνταζαν στα αυτιά σαν πολλές διαφορετικές προκλήσεις. Την επόμενη μέρα ήταν πάλι μαζί. Και την παραεπόμενη. Ο Πέτρος περνούσε δύσκολα. Όταν ήταν μαζί της έδειχνε καλά. Πολύ καλά. Όταν έφευγε όμως... Όταν έφευγε, υπέφερε. Τα σύνδρομα στέρησης του προκαλούσαν πόνο. Πάρα πολύ πόνο. Τα βράδια του ήταν εξαντλητικά και απαίσια, σκοτεινά. Τα πρωινά του φώτιζαν. Σαν να έριχναν τα μάτια της όλο το φως του κόσμου πάνω στο πόνο του. Τόσο που μπορούσε να τον δει και να τον αντιμετωπίσει.

Ένα βράδυ ένιωθε ότι θα πεθάνει. Έτρεμε, ίδρωνε, δεν μπορούσε να κουνηθεί. Τον έπιαναν κρίσεις. Φώναζε μες στη μέση του δρόμου. Περίμενε το πρωί μήπως ξεχνιόταν ή γινόταν καλύτερα. Δεν είχε κοιμηθεί ούτε λεπτό και περίμενε την Ελπίδα του στο παγκάκι αποκαμωμένος. Φάνηκε απ' την άκρη του δρόμου. Μόλις την είδε του έφυγε ένα βάρος, αλλά ακόμα υπέφερε και δεν μπορούσε να περπατήσει. Σηκώθηκε. Η Ελπίδα πήγε να τον πλησιάσει αλλά αυτός δεν μπορούσε άλλο να σταθεί όρθιος. Τα πόδια του τον εγκατέλειπαν. Έπεσε στο δρόμο. Εκείνη έτρεξε να τον βοηθήσει. Ήταν από πάνω του και φώναζε για να τον συνεφέρει. Τότε έγινε το κακό. Τότε ο ψηλός δεν λυπήθηκε τον Πέτρο για ακόμα μια φορά. Ένας μαυροντυμένος άντρας ήρθε προς το μέρος τους. Ο Πέτρος, που στο μεταξύ συνήλθε, τον αναγνώρισε. Τραύλισε για μια στιγμή και φώναξε στην Ελπίδα "Φύγε!". Πριν προλάβει να τον ρωτήσει γιατί, η σφαίρα βρήκε στόχο. Αλλά μάλλον λάθος στόχο... Ποτάμι από αίματα έτρεχαν από την κοιλιά της Ελπίδας. Ο μαυροντυμένος έπιασε τον Πέτρο από το λαιμό και του είπε "Έχεις δύο μέρες προθεσμία. Μέχρι μεθαύριο θέλω τα λεφτά μου." Του έριξε μια κλωτσιά στην κοιλιά και έφυγε. Ο Πέτρος ήταν εκεί ανήμπορος, ακούνητος. Είχε μπροστά του νεκρή την Ελπίδα. Είχε μπροστά του "νεκρή" την ελπίδα. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ήθελε να πεθάνει. Δεν είχε λόγια. Είχε παραλύσει. Δεν καταλάβαινε. Δεν ζούσε.

Δεν ήθελε να ζει. Σηκώθηκε με δυσκολία. Σαν να τρελάθηκε. Άφησε την Ελπίδα πίσω του...

Έτρεχε στους δρόμους να βρει λεφτά να πάρει "λίγο ακόμα". Ή μάλλον αυτή τη φορά πολύ. Δανείστηκε χρήματα από κάτι παιδιά της νύχτας και μετά από μία ώρα τα είχε στα χέρια του.
Είχε στα χέρα του το "μαχαίρι" για ακόμη μία φορά.
Η διαδικασία πια γινόταν σε ελάχιστα λεπτά.
Αλλά αυτή η διαδικασία ήταν η τελευταία του...

Ανοίγει τα μάτια και κοιτάει γύρω του. Οι εικόνες είναι διακεκομμένες η μια από την άλλη. Δεν κοιμάται, απλά είναι δύσκολο να τα κρατήσει ανοιχτά. Δεν θυμάται ακριβώς που είναι, θυμάται πώς νιώθει, πόσο ευτυχισμένος είναι, και πως η ζωή του μοιάζει ιδανική.

Είναι ο Πέτρος, ο ανένταχτος.
Κλείνει τα μάτια και δεν τα ξανανοίγει ποτέ.
Πέθανε η Ελπίδα του εκείνο το βράδυ, πέθανε και εκείνος μαζί.


Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Μπαμ!

Το βρήκα. Κακή οπτική του κόσμου μου. Μπαμ!
Αυτό είναι. Τον ασχήμυνα χωρίς να το θέλω και χωρίς να το ξέρω.
Τον ασχήμυνα καιρό και το κατάλαβα τώρα.
Τα όμορφα δεν μένουν για πολύ στη μνήμη,
τα άσχημα δίνουν ζωντάνια.
Ζω μέχρι να έρθουν τα όμορφα και μετά πεθαίνω σιγά, αθόρυβα.

Πρέπει να αλλάξω τον τρόπο οπτικής μου.
Πρέπει να αλλάξω τον τρόπο οπτικής
Πρέπει να αλλάξω τον
Πρέπει να αλλάξω
Πρέπει να
Πρέπει να αλλάξω
Πρέπει να αλλάξω τον
Πρέπει να αλλάξω τον τρόπο
Πρέπει να αλλάξω τον τρόπο οπτικής
Πρέπει να αλλάξω τον τρόπο οπτικής μου.

Μπαμ!