Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

μπακ του μπέιζ

Θα μπορούσα να γράψω για τις φράουλες που τις λατρεύεις, ή για τις μεγάλες μπύρες που, ειλικρινά σε βαράνε, ή για το Ρέμο που χαροπαλεύει να με κρατήσει συναισθηματική, ή για τα δάκρυα που δε στεγνώνουν, ή για τα απελπιστικά, κλειστοφοβικά, πανάθλια Σαββατόβραδα που σου τονώνουν τις ήδη υπάρχουσες ανασφάλειες, ή για το συναίσθημα που αποκτάς όταν συνειδητοποιείς ότι είναι το τελευταίο Σαββατόβραδο του καλοκαιριού, ή για τη θύμηση των ανύπαρκτων διακοπών σου και την αηδία στα μάτια σου, ή για το μουσκεμένο μαξιλάρι μου, ή για την Αμελί που την άφησα στη μέση γιατί δεν άντεξα -ποιος; εγώ- ή για το θυμό μου, ή για τη λύπη μου, ή για την απελπισία μου.

Θα μπορούσα αλλά δε θα το κάνω. Και μιλώντας με ειλικρίνεια και από καρδιάς, αλήθεια δεν ξέρω για τι θέλω να γράψω. Γιατί θέλω να γράψω. Η ρουτίνα με κοιτάει από μακριά και μου κλείνει το μάτι όλο πονηριά και μένω ανέκφραστη να τη βρίζω από μέσα μου, ενώ θέλω τόσο να φωνάξω. Βρίζω τη ρουτίνα, βρίζω την ευκολία μου να δένομαι, βρίζω τους ενοχλητικά ντόμπρους ανθρώπους ενώ θα ήθελα να είμαι μια απ' αυτούς, βρίζω τον καπνό, βρίζω τη γαμημένη ηλικία μου, βρίζω και εμένα. Και δεν ξέρω πόση αγένεια ή πόση έλλειψη ευγένειας χρειάζεται για να τους δώσω να καταλάβουν ότι τα βαρέθηκα. Και δεν ξέρω αν είμαι ικανή να μπω στη ρουτίνα στη φάση που βρίσκομαι. Ω, έλα μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας, όλα μια ρουτίνα είναι. Ο,τι έχεις διστάσει/στραβομουτσουνιάσει/αγανακτήσει/βαρεθεί έστω για μια στιγμή να κάνεις θεωρείται ρουτίνα. Τέλος.

Θα μπω λοιπόν... θα το κάνω γιατί πρέπει μέχρι να πάρω τη "ζωούλα" στα χέρια μου και να τη ζήσω ποιητικά μέχρι αηδίας, σαν την Αμελί που χαραμίζεται. Και οι μπύρες πάντα θα είναι μεγάλες αλλά πάντα θα σε ξεπλένουν ώστε να μπορείς να ζήσεις εν λευκώ και να πας στη Μποφίλιου και να φωνάζεις είσαικιόλαςτριάντακιεντελώςκαθαρόοοοοοοοοοος. Α, επίσης, δεν είμαι καλά. Φιλάκια.


Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

cookies' recipy

Μα τι ευτυχία μπορεί να κρύβεται σε δυό λόγια;
Σε δυό μάτια;
Σε μια συνειδητοποίηση της πραγματικότητας;
Η θλίψη των κειμένων μου πάει περίπατο...
Και πόσο χαίρομαι που τη διώχνω
και πόσο δεν τη θέλω πίσω!


..γιατί τα μπισκότα πάντα θα με χορταίνουν,
θα με γεμίζουν, θα μου αρέσουν. Γιατί το παγωτό ποτέ δε με έκανε να χορτάσω τόσο, ακόμα κι αν ποτέ δεν το έφαγα μέχρι την τελευταία κουταλιά. Μπισκότα. Τι ωραίο πράγμα...


Μονάχα θα σε κοιτάζω να χαμογελάς. Και το "για πάντα" πια δε θα με τρομάζει. Και ίσως η αυθυποβολή τελικά δεν είναι τόσο κακή ιδέα. Γιατί όλα ξεπερνιούνται, ακόμα και ένα προκαθορισμένο ηλίθιο τέλος.

μέχρι το τέλος.

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Κάποτε...

Ξυπνάς και είσαι εκεί. Σε εκείνο το δωμάτιο που έχεις περάσει όλα σου τα καλοκαίρια. Σε εκείνο το δωμάτιο που έχεις μάθει να μιλάς, να περπατάς, να αγαπάς, να υπομένεις και επιμένεις. Ανακάθεσαι στο κρεβάτι και προσπαθείς να σκεφτείς τι μέρα είναι, τι ώρα, αν πρέπει να ντυθείς για να ανέβεις πάνω στην αυλή, ή να βάλεις μαγιό για να κατέβεις για μπάνιο. Η καλημέρα έτοιμη πριν ακόμα προλάβεις να ανέβεις όλα τα σκαλιά. Το πρωινό έτοιμο κι αυτό γιατί "πώςθακάνειςμπάνιοβρεπαιδίμουμεγεμάτοστομάχι". Η θάλασσα εκνευριστικά αναμενόμενη. Βουτάς μετά από 3 λεπτά και 29 δευτερόλεπτα γιατί κρύωνες και φτάνεις στους άλλους. Με την κουβέντα και τα γέλια κολυμπάτε μαζί μέχρι τη σημαία. Και άντε τώρα τόσο δρόμο πίσω που έχεις και το κύμα κόντρα. Γκρινιάζεις γιατί θες να βγεις για ηλιοθεραπεία αλλά όπως πάντα λέει "μέσαστονερόμαυρίζειςπερισσότερο". Κάποτε τα παιχνίδια μέσα στο νερό έδιναν και έπαιρναν. Προσπάθησε να καταλάβεις ποιο τραγούδι λέω κάτω από την επιφάνεια του νερού και έλα να χορέψουμε τανγκό. Άσε τους μεγάλους έξω, έχουν την ομπρέλα. Με τα πολλά η απόφαση του γυρισμού θα παρθεί. Θα ανεβείτε νωχελικά την -πάντα στα μάτια του μικρού παιδιού που ήσουν- τεράστια ανηφόρα. Πάντα την ανέβαινες μαζί με τους έξι υπόλοιπους με τραγούδια και γέλια και φωνές. Η λεκάνη με το νερό έχει ζεσταθεί τόση ώρα που περίμενε στον ήλιο. Κάνεις μπάνιο βαρετά και γρήγορα. Παλιότερα οι λεκάνες ήταν τρεις και τα άτομα που έκαναν μπάνιο εφτά, αλλά τώρα που να χωρέσουμε όλοι μαζί "πουμεγάλωσανταπαιδιάκαιδενχωράμε". Αλλάζεις, βάζεις το air contition και ανεβαίνεις πάνω να φας. Κάνεις ησυχία μην ξυπνήσει η γιαγιά και ο παππούς. Κάποτε ντυνόσουν, ανέβαινες πάνω και οι φωνές αντηχούσαν σε όλη την περιοχή. Έντεκα τουλάχιστον άτομα στριμώχνονταν στο τραπέζι. Τώρα τρια άτομα κάνουν χώρο στη γωνίτσα για να φάνε στα βουβά. Πάμε τα πιάτα μέσα και κατεβαίνουμε κάτω. Ένας στο υπόγειο και δύο στο δωματιάκι, αφού μαλώσουμε πάλι για την τηλεόραση και αφού μου δώσει το pc ως αντάλλαγμα. Προσπαθείς να σε πάρει ο ύπνος αλλά μάταια. Περιμένεις τους άλλους να ξυπνήσουν. Κάποτε πήγαιναν πέντε στο υπόγειο και τέσσερις στο δωματιάκι. Και όσο κι αν δεν νύσταζες στο τέλος πάντα σε έπαιρνε ο ύπνος. Το απόγευμα στην αυλή μια ζωή. Έτσι και τώρα όλοι μπροστά στην τηλεόραση και εσύ αραχτή στην κούνια να κοιτάς ανιαρά το κουτί. Κάποτε κάθονταν τρεις στην κούνια. Τραγουδούσαν, έπαιζαν, έτρωγαν, γελούσαν. Τέσσερις στο τραπεζάκι. Δύο έπαιζαν μπάσκετ με τις ώρες στην κοντή μπασκέτα δίπλα στην κούνια. Δύο στις καρέκλες καμάρωναν για αυτή την οικογένεια που άφηναν πίσω τους. Τώρα το βράδυ νωρίς, οι δύο θα φύγουν και οι τρεις θα πάρουν το αμάξι και θα τρέχουν στους δρόμους, να το γυρίσουν το νησί. Εσύ θα κάθεσαι στο πίσω κάθισμα, θα σε φυσάει ο αέρας που θα μυρίζει αναμνήσεις. Όπως τότε που το βράδυ τελείωνε με πέντε κουτσούβελα που τους έπαιρνε ο ύπνος στις καρέκλες και στην κούνια και τους μετέφεραν στα κρεβάτια τους γελώντας οι γονείς τους, κι αυτοί -και οι τέσσερις- έμεναν κάτω να κάνουν στα κρυφά από ένα τσιγάρο. Και προσπαθείς όπως σε χτυπάει ο αέρας να σε πάρει ο ύπνος και να πας εκεί.

Ξυπνάς σε εκείνο το δωμάτιο. Δεν ξέρεις τι ώρα είναι και τι μέρα. Και οι μέρες επαναλαμβάνονται και το καλοκαίρι φεύγει. Φεύγει αυτό που δε μοιάζει καθόλου με όλα αυτά που πέρασες παιδί στο ίδιο μέρος. Και ο αέρας πάντα θα μυρίζει αναμνήσεις. Και εσύ θα είσαι πάντα πολύ μεγάλος για να μείνεις και πολύ μικρός για να ξεφύγεις.

Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

ευθείες τεμνόμενες

Σε όλη τη -μέχρι τώρα- ζωή μoυ προσπαθώ να κάνω παραλληλισμούς. Να παραλληλίζω καταστάσεις, γεγονότα, συναισθήματα. Το μετρό - με τη ζωή. Τη θάλασσα - με τη ζωή. Μια σαραντάχρονη παντρεμένη μαμά, με εξωσυζυγικές σχέσεις - με την όρεξη μου για ζωή. Μια σαραντάχρονη, φαινομενικά χαρούμενη δασκάλα, με αρχές κατάθλιψης - με τον καλά κρυμμένο μου εαυτό. Έναν έφηβο που κατεβαίνει με τσουλήθρα τις σκάλες του μετρό για να προλάβει το τρένο - με τη βιασύνη μου στο να ζήσω πράγματα και καταστάσεις που θα μπορούσαν να περιμένουν. Έναν τύπο σε ένα αμάξι που σταματάει στην άκρη του δρόμου για να περάσεις απέναντι - με τον τρόπο που αντιμετωπίζω τις ευκαιρίες στη ζωή μου. Τους τσακωμούς και τις φωνές μέσα από ένα καλά κλεισμένο σπίτι - με τα κότσια και το θάρρος μου, τα οποία τα αφήνω κλεισμένα μέσα σε τέσσερις τοίχους. Τις τυχαία σχηματισμένες καρδούλες στο δρόμο - με την αγάπη στη ζωή μου. Τα πρόχειρα χαραγμένα αρχικά πάνω σε ένα δέντρο - με τις επιφανειακές μου σχέσεις. Τις πεταλούδες που πλησιάζουν στο φως ενώ ξέρουν ότι θα καούν - με τις υποτιθέμενες πεποιθήσεις μου. 

Παραλληλίζω τα πάντα. Νομίζω ότι θα με σώσουν από τις τρύπιες σκέψεις μου δυό ευθείες παράλληλες. Δυό ευθείες που δεν συναντιούνται ποτέ. Γιατί τρομάζω με την επαφή, κόντρα στο φαινομενικό εαυτό μου. Κάνω, όμως, λάθος. Δε χρειάζομαι ευθείες παράλληλες. Χρειάζομαι τεμνόμενες. Δυό ευθείες τεμνόμενες. Ίσως και παραπάνω από δύο. Να με αφυπνίσει η επαφή. Όμως το να αφήσω την ασφάλεια των παράλληλων ευθειών μου, θέλει προσπάθεια. Μια προσπάθεια που -τι ειρωνεία!- θα μπορούσα κι αυτή να την παραλληλίσω με κάτι. Με τα δάκρυα μια κόρης, κλεισμένης στο δωμάτιό της, μετά από έναν προβλέψιμο τσακωμό με τον πατέρα της. Μόλις τα δάκρυα στεγνώσουν, ίσως τότε δω κι εγώ τις ευθείες μου επιτέλους να τέμνονται.