Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Το μακρινό νησί μου

Είχε τον ήλιο που σε καίει.
Καίει τα μέρη του σώματος που στη διάρκεια των μηνών που πέρασαν,
κάλυπτες με προσεκτική ακρίβεια.
..γιατί κρύωνες.




 Έρχεται η εποχή που κάθε ακάλυπτο καταστρέφεται.
Ό,τι προσεγμένα έχτισες στην εποχή της άπνοιας,
το παίρνει ο αέρας και το ξερνάει σε μια θάλασσα,
του αποδίδει έννοιες που δεν τις είχες φανταστεί.
..και το ξεχνάει





Δεν λησμόνησα. Ούτε για μία μικρή στιγμή.
Τις προθέσεις σου δεν τις αφόρισα. Δεν θα μπορούσα.
Συνέβαλα κι εγώ στη δημιουργία τους. Τις τροφοδότησα.
Το φως σου το λάτρεψα σαν ιερό και το ανέδειξα. Σε μένα, σε άλλους.
Κι ούτε που γύρισα στιγμιαία να κοιτάξω
άραγε από ποιο κόσμο ξεμακραίνω.
Τι έχτισα και τι χαράμισα στα βράδια.
..σ'αυτά με τις έντονες μυρωδιές.




Θα φύγω, με λέξεις που εφαρμόζουν τέλεια στο στόμα σου.
Με κρυμμένα νοήματα και προσεγμένα χάη.
Κι όταν προπορευθεί το πλοίο του θάρρους μου
και κοιτάξω το λιμάνι, θα σε δω εκεί.
Θα μείνεις πίσω να λατρέψεις όσα εγώ δεν ήμουν ικανή.
Θα καταπιώ μερικά τέρατα ψυχικών διαταραχών,
και θα σου στείλω μήνυμα, να σου πω ότι έφτασα.
Μόνη πια.
Τα τελευταία στεγανά τα σκόρπισα σε εκείνη τη θάλασσα,
που χώριζε το εμείς από το εγώ.
Το τέλος το μετέφρασα με δάκρυα. Τη νύχτα εκείνη.
..στα σοκάκια της πρώιμης μελαγχολίας.




Πήρα τρεις ανάσες κι έμαθα να ζω μακρία από το νησί.
Μακριά από αυτό το πλοίο.
Μακριά από το εμείς.
Κράτησα μονάχα για συντροφιά τα τερατάκια μου.
Όχι τίποτα άλλο.
Απλά ήταν η άρνηση τους να γυρίσουν στο νησί.