Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Άλλος ένας κύκλος που κλεiνει.

Υπάρχουν κάποιες παρέες που δεν είναι σαν τις άλλες. Δεν είναι όλοι μια δύναμη. Είναι πολλές μικρότερες δυνάμεις. Δεν πέφτει ο ένας να πεθάνει για τον άλλον, αλλά τον προσέχει από τους καθηγητές όταν καπνίζει στο προαύλιο. Δεν ξέρει τα πιο κρυφά του μυστικά, ξέρει όμως τι τρώει από το κυλικείο και πώς πίνει τον καφέ του. Μέσα, λοιπόν, σε δύναμη, στραβοπατήματα, γέλια, παρεξηγήσεις, τσιγάρα, λουγκαρού, καφέδες, πλοία, αλκοόλ, τάξεις, κλάματα και αγάπες πέρασαν τα περισσότερα χρόνια της ζωής μας. Ο κύκλος που άνοιξε 12 χρόνια πριν, τώρα κλείνει. Και για πρώτη φορά δεν μπορούμε ούτε να στεναχωρηθούμε ούτε να χαρούμε με όλο μας το είναι. Γιατί σε κάθε ένα από αυτά τα χρόνια έχουμε αφήσει ένα κομμάτι του εαυτού μας, και πλέον επίσημα ήρθε η ώρα να πούμε γειά.

Όταν περάσει ο καιρός, και ο καθένας θα έχει πετύχει αυτό που ήταν γραφτό για εκείνον, θα υπάρχουν πάντα στο μυαλό και την καρδιά μας οι τσακωμοί για το ποιός είναι τελικά ο λύκος, το βρίσιμο στο ημικύκλιο που ο καφές μας άργησε και έχουμε μάθημα, οι ξαφνικές βροχές και βρεγμένα μας τσιγάρα, ο αέρας αποδέσμευσης και ελευθερίας που είχαμε στην Κρήτη, οι αγκαλιές, τα τραγούδια, οι κοπάνες, οι φωνές, τα μπουγέλα, το βόλεϋ, ο ήλιος. Το 1ο ΓΕΛ Ελληνικού θα μας θυμίζει πολλά. Τι είμασταν, τι θέλαμε να γίνουμε, και τι τελικά γίναμε. Ήταν, είναι και θα είναι η αφετηρία μας για τον έξω κόσμο. Αυτός λοιπόν ο κόσμος είναι ένα βήμα μακριά και έτοιμος να μας υποδεχτεί. Οι δρόμοι μας χωρίζουν, όμως εκείνη η αυλή θα μας ενώνει με ένα μαγικό τρόπο.

Καλή αντάμωση.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Το κουκί


Στο Κουκάκι είμαστε.
Μεσημέρι.


Τις παίρνει το μάτι μου και το αυτί μου όπως έρχονται.
Είναι από αυτές τις τύπισσες 65φεύγα, 70.
Φτάνουν οι φωνές τους πριν από εκείνες.
Αμφίεση παραλίας. Ύφος νευριασμένου έφηβου. 


Ποιητικά παιδαρέλια. Έτσι έμοιαζαν.
Είναι τρεις. Φίλες φαίνονται, καρδιακές.
Μπορεί βέβαια να είναι και από εκείνους τους ανθρώπους,
που έχουν γνωστούς για φίλους και οικογένεια μαζί - ταυτόχρονα.
Βολεύονται όπως όπως στο στρογγυλό τραπεζάκι.
"Έλα μωρή, πήγαινε πιο κει." Χαχανητά.


Πήραν το γνωστό. Κατά τα λεγόμενά τους.
Ουζάκια και κάτι να τσιμπήσουν.
Ζητήσαμε αναπτήρα κάποια στιγμή.
Μας κοίταξαν με το βλέμμα της θείας,
που έμαθε ότι καπνίζεις και σου δίνει στη ζούλα τσιγάρα.
"Όποτε θέλετε εδώ θα είναι." Χαχανητά.
Μετά από ώρα, έχοντας πιει μόνο δύο ποτηράκια η κάθε μία,
σηκώνονται να φύγουν.
"Τι ωραία που περάσαμε", είπε η μία, 
"Ντέφι είμαι." Χαχανητά.
"Από το πεζοδρόμιο μωρή τρελή να πηγαίνεις."

Τις βλέπεις;
Ο,τι κι αν επιλέξεις να κάνεις στο "μετά" σου, αν είσαι τυχερός,
θα καταλήξεις εδώ, γύρω από το τραπέζι στο κουκί. Έτσι είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Καλοπερασάκιδες. Ξέρεις ποιά είναι η ουσία, ρε μαλάκα;
Όταν τσουγκρίσεις αυτό το ποτήρι με το ούζο, σε πενήντα χρόνια,
να κοιτάς πίσω και να λες: "Τι ωραία που περάσαμε."

Να υπηρετήσεις την αλήθεια που έχεις μέσα στο κεφάλι σου, αυτή - ναι - που πολλοί θαυμάζουν και δεν ξέρουμε γιατί. Να μην κλείσεις καμία πόρτα. Να μην πεις "Αυτό το μαγαζί είναι πολύ ροζ, δεν θα ζητήσω δουλειά." Είτε είναι, είτε δεν είναι γραμμένο το μονοπάτι που θα ακολουθήσουμε στο χέρι μας, είναι στην καρδιά μας. Ξέρουμε κάθε βήμα, κάθε στροφή, κάθε αποφυγή. 


"Να επιλέγεις να γράφεις, για να έχω αφορμή να νιώθω μαζί σου."