Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Τρομο - κρατία

Δεν έχω σπίτι να μείνω, δεν έχω μια πόρτα να μπαίνω και να βγαίνω. Μεγάλωσα περιμένοντας και ξέρω τι πάει να πει αναμονή. Μοιάζω με τους γύρω μου κι αυτό μας πληγώνει. 

Όταν κοίταζα τον ουρανό έβλεπα πότε μπλέ, πότε γκρι, μα ούτε μια φορά δεν είδα φόβο. Όταν σκίζαμε τους δρόμους πότε με ποδήλατο και πότε με αμάξι, ένιωθα ελευθερία, καμιά φορά ένιωθα πεταλούδες στο στομάχι από την ταχύτητα, μα ποτέ δεν ένιωσα φόβο. Την φορά που πήγα στο αεροδρόμιο ένιωθα ενθουσιασμό που θα πετάξω, λιγούρα βλέποντας τις σοκολάτες που πουλούσαν, μα ποτέ φόβο. Στο εμπορικό κέντρο ένιωθα σπάταλη, ένιωθα κούραση από το πολύ περπάτημα, αλλά ποτέ μου δεν ένιωσα φόβο. Μπαίνοντας στο μετρό, ένιωθα βαρεμάρα περιμένοντας, ένιωθα χαρά που εξερευνώ την πόλη μου, μα ούτε μια στιγμή δεν ένιωσα φόβο.

Πλέον νιώθω παντού φόβο.

Βλέπω παντού αίμα, νιώθω την ορμή των ανθρώπων που ήθελαν να ζήσουν. Βλέπω τα χαμόγελα τους, μου φωνάζουν να μη μείνω σπίτι. Τα γεγονότα όμως με κάνουν να μη θέλω να ξαναβγώ ποτέ. Τρομο - κρατία.  Όταν ο τρόμος παίρνει την εξουσία, δεν μπορείς να νιώσεις λιγούρα, ενθουσιασμό, ή βαρεμάρα, νιώθεις μόνο φόβο.

Και σου λένε "βούτα τη ζωή", "η ζωή είναι ωραία". Το ξέρω, το ξέρεις, το ξέρουμε, είναι όμορφη και μαγική, αλλά εκεί έξω μας την κλέβουν. Αν άλλη μια φορά ακούσω τη λέξη "θάνατος" και αντιδράσω σαν να ακούω "καλημέρα", θα κάνω εμετό.

Ο φόβος και ο θάνατος δεν είναι στο χέρι μας. Γι'αυτό και τους φοβόμαστε. Αλλά οι δρόμοι είναι όμορφοι, όπως και η ζωή. Και οι κλέφτες δεν θα σταματήσουν να την κλέβουν, αλλά τα καταφέρνουν ακόμα κι όταν εγώ δεν πάω για μπύρα σήμερα. Μου την κλέβουν λίγο λίγο.

Θέλω να νιώσω. Εύχομαι να νιώσω, κάτι άλλο πέρα από φόβο. Ελπίζω να νιώσω.

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Γράμμα οργής

Φτάσαμε και στη μέρα που απέρριψα εγώ -ΠΟΙΟΣ ΕΓΩ- μια υπερβολή συναισθήματος. Εγώ, που αν θα έπρεπε να αυτοχαρακτηριστώ θα έλεγα "Καλησπέρα, υπερβολικά συναισθήματα." Εγώ που το αναζητούσα σαν τη δόση μου. Εγώ που το δόξασα, το πήρα, το έδωσα, με αηδίασε, το αηδίασα κι εγώ η ίδια. Εγώ, που στις τελευταίες δέκα αράδες που έγραψα τώρα, χρησιμοποίησα εφτά φορές τη λέξη "εγώ". Οχτώ.

"Μεγαλώνεις." Αηδία. Προχθές ήμουν στην Αγία Παρασκευή και ενθουσιαζόμουν με τη Χαρά που κάνει ναργιλέ, χθες ήμουν στην Αργυρούπολη, έτρωγα, και ήμουν δεκατριών. Μετά από λίγο ακούσαμε αγκαλιά το "όταν έχω εσένα". Λίγα λεπτά αργότερα έκανες μια ρωγμή στην πόρτα σου επειδή σε εκνεύρισα. Και δεν ήταν μικρή, και δεν ήταν από τις στιγμές μου και δεν ήσουν εκεί. Μετά σταματήσαμε να μιλάμε. Και μετά ξαναμιλήσαμε. Μέσα σε ένα μισάωρο είχες μετακομίσει, δεν είχες αντέξει και είχες γυρίσει πίσω. Τελικά καταλήξαμε να κοπανάμε τα χέρια μας στο μάρμαρο όταν έπαιξε ο τρυγητής. Το κοριτσάκι που έπινε φραπουτσίνο κάραμελ με φουντούκι θα θαύμαζε τη μαλακισμένη που κατεβάζει τα κρασιά και βάζει τα κλάματα στο Θανάση. Η μαλακισμένη που κατεβάζει τα κρασιά, νιώθει πως κάτι του χρωστάει. Τότε μάθαινα πως να συνυπάρχω με τους ανθρώπους, τώρα απομακρύνομαι σταδιακά από αυτούς.

Δεν γουστάρω ρε παιδί μου, πώς να στο πω, να συνυπάρξω. Δεν ξέρω αν γούσταρα ποτέ. Το μόνο που ξέρω είναι ότι εκείνο το κοριτσάκι κάπως μου λείπει. Και ένας μεγάλος μου φόβος είναι μην λείπει και στους άλλους.