Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Τα πράγματά σου

Ροζ ήταν. Ακαθόριστο σχήμα. Η μυρωδιά του πλαστικού στεκόταν στην καρδιά σου και την πρόσταζε να χτυπήσει δυνατότερα.

Σχοινί από κερί και κλωστή. Ελαφρύ. Καλλιγραφική γραμματοσειρά. "Άγγελος". Σε πρόσταζε να πας πιο κοντά. Σωματικά και πνευματικά.

Λουλούδια. Τα έφερε τη στιγμή που τα χέρια μου ήταν άδεια. Γέμισαν μαζί και το στομάχι μου με μπουνιές. Το "μπράβο" σε ένα αντικείμενο.

Δεν τα φοράω εγώ αυτά. Μου το έδωσε όταν τα δάχτυλα μου ένιωθαν μοναξιά. Το χρώμα του δήλωνε τη ζεστασιά που έχει το σπίτι.

Δήλωσα ότι το καλοκαίρι χωρίς αυτές δεν είναι καλοκαίρι. Μέσα από τη θάλασσα δεν μπόρεσα να τρέξω κατά πάνω. Να παίξω. Έτρεξε η ψυχή μου κι αυτό φτάνει.

Σου μύριζα τα μαλλιά και το μυαλό μου χοροπηδούσε από τη χαρά του. Το λαστιχάκι που μου έδωσες το συγκρατούσε μέσα στο κεφάλι μου τη στιγμή που μου έλειπες περισσότερο.

Φωτιά. Αναπτήρες πολλοί. Καμία φωτιά δεν ήταν ικανή να αποτυπώσει την κάψα στην καρδιά και το σώμα μου.

Τα κλειδιά μου δέκα φορές βαρύτερα τώρα που έχουν το κλειδί της καρδιας σου. Ασημένιο, λαμπερό, όπως τα μάτια μου οποιαδήποτε στιγμή σε κοιτάξω.

Πολλά, παρά πολλά αντικείμενα. Πράγματα. Δικά μας.

Ξέρεις ποια είναι τα ειλικρινέστερα δώρα σου;

Τα χέρια σου στο μέτωπο μου όταν νιώθω άρρωστη ή αδύναμη. Η πιο δυνατή αγκαλιά όλου του κόσμου. Κι ας τη νιώθεις αδύναμη. Κάνει την καρδιά μου να σκάει. Το σαπούνι στην πλάτη που ακόμα και να έφτανα θα σε φώναζα να βοηθήσεις. Το φαγητό που ποτέ δεν θα έχει αρκετό αλάτι. Τα μάτια σου. Μου κατακλύζουν το μυαλό και δεν αναπνέω μέχρι να τα ξαναδώ. Ο Μίκυ που πλέον δεν είναι μόνος. Έχει το τεντωμα σου για παρέα.

Εσύ. Οι στιγμές μας. Οι πεταλούδες. Η ζεστασιά. Το σπιτι.

Είμαι ικανή να ξεχάσω να βάλω παπούτσια, να ντυθώ, να πάρω λεφτά, να φάω, να ξεχάσω το λαστιχάκι σου.

Πότε δεν θα καταφέρω να ξεχάσω να γίνει κόμπος το στομάχι μου που είσαι μακριά. Πότε δεν θα καταφέρω να μην αγχωθω για το αν έβαλες παπούτσια, αν έφαγες, αν πήρες λεφτά...

Μείνε κοντά μου να μου θυμίζεις τα μικρά. Και άσε με εμένα να σκοτίζομαι για αλλά μεγαλύτερα. Θύμωσε μαζί μου και θύμισε μου να παίρνω ανάσες όταν μας χωρίζει ένα χιλιόμετρο.

Συνήθισε τα άσχημα. Κι αν όχι, ελπίζω να μην έχω δουλειά για να μην σταματώ να σου λέω ότι σ'αγαπάω και ότι βιαζόμουν να πάω στη δουλειά.

Γίνε το μυαλό μου, μπας και γίνω άνθρωπος, γιατί η καρδιά μου είσαι ήδη.

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Πληγές

Με ρώτησες τι μπορεί να με πληγώσει. Δεν πρόλαβα καν να ξεκινήσω.

Γελάω και μόνο στη σκέψη της ποσότητας αυτών που μπορεί να με πληγώσουν.

Οι κοφτές ανάσες, η συνειδητοποίηση του χαμένου χρόνου, οι ενοχές, οι καταπιεσμένες πεταλούδες, η ανούσια κούραση, τα παγωμένα γέλια, η ανατολή όταν το βράδυ δεν ήταν αρκετό, η ανειλικρίνεια -όχι το ψέμα- η ανειλικρίνεια, το άδικο -αχ πόσο μπορεί να με πληγώσει το άδικο-, οι μιζέριες, οι ανούσιες αλλαγές, το χώρια -και σπανιότερα το μαζί-, το "κρίμα", οι απαγορεύσεις, οι πληγές άλλων.

Μπορώ να πληγωθώ και να επουλωθώ το επόμενο δευτερόλεπτο. Μπορώ να πληγωθώ και να μην επουλωθώ ποτέ. Μπορώ να πληγωθώ εσκεμμένα. Μπορώ να πληγωθώ χωρίς να το ξέρει κανείς. Μπορεί να με πληγώσει κάποιος που με μισεί. Μπορεί να με πληγώσει κάποιος που μ' αγαπά. Που είναι ερωτευμένος μαζί μου.

Μπορώ να πληγώσω κάποιον στην προσπάθεια μου να μην. Ναι, μπορώ.

Αποτελούμαστε από πληγές. Όλοι.
Στην προσπάθεια μας να φυλαχτούμε από τις επόμενες, σηκώνουμε τείχη, τείχη που δύσκολα προσεγγίζονται.
Ένας άνθρωπος δεν είναι αρκετός για αλλαγή.
Κι έτσι οι άνθρωποι χαραμίζονται. Κάθε ένας βγάζει και από ένα κομματάκι του τείχους.
Ποια είναι η παγίδα;
Ευχήσου εκείνος που θα τύχει να βγάλει το τελευταίο κομμάτι, να μην είναι αυτός που θα ευθύνεται για τη δημιουργία του επόμενου τείχους.

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Τα ζόρια

Timing. Σε μια παρέα το timing θα ήταν αυτός ο μπάσταρδος που πάντα περνάει καλά. Όλοι ασχολούνται μαζί του. Λέει ο,τι σκέφτεται. Εκνευρίζει τους πάντες, αλλά η παρέα δεν υφίσταται χωρίς αυτόν. Μπορεί να σε κάνει να τον καψουρευτείς και μετά να σου πει "δεν είμαι σε φάση", ή να ζήσετε για πάντα μαζί ευτυχισμένοι. Το timing στη ζωή είναι το ζόρι. Το ζόρι που πολλές φορές το αποζητάς.

Α: - Γιατί αρνείσαι;
Β: - Δεν αρνούμαι. Επιβιώνω. Προσπαθώ να επιβιώσω τουλάχιστον.
Α: - Δεν έχεις το δικαίωμα να αρνείσαι.
Β: - Δεν έχεις το δικαίωμα να προσπαθείς να μου επιβληθείς.
Α: - Είδες που σήμερα είχε κρύο τελικά;
Β: - Μην αλλάζεις θέμα.
Α: - Δεν έχω μάθει να μου δίνονται.
Β: - Γιατί λες ψέμματα;
Α: - Ωραία. Με αγχώνει να μου δίνονται.
Β: - Πάλι ψέμματα.
Α: - Ωραία. Λατρεύω να μου δίνονται. Λατρεύω την ιδέα ότι μου δίνονται. Όχι αυτούς.
Β: - Είσαι ο πρώτος άνθρωπος που ξέρω που ερωτεύεται ιδέες.
Α: - Ερωτεύομαι την ιδέα του έρωτα. Ερωτεύομαι το ιδανικό που υπάρχει μόνο στον εγκέφαλό μου.
Β: - Και πώς μπορείς να συνυπάρχεις μαζί τους;
Α: - Εκείνοι μπορούν να κρατούν τις ιδέες μου ζωντανές.
Β: - Πως μπορείς να σου αρκούν;
Α: - Δεν μου αρκούν.
Β: - Πώς μπορείς;
Α: - Δεν μπορώ.
Β: - Γιατί αρνείσαι;
Α: - Δεν αρνούμαι. Επιβιώνω.

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Που πάνε οι μυρωδιές όταν φεύγουν;


 Η βαλίτσα μου ήταν γεμάτη μυρωδιές. Κάθε ρούχο μύριζε "μαμά". Μέχρι που τα φόρεσα, τα ξαναφόρεσα, και ήρθε η ώρα να παρέμβω. Να παρέμβω στις αναμνήσεις. Να πλύνω αυτή τη μυρωδιά. Να πλύνω αυτή την ανάμνηση. Και η μυρωδιά της "μαμάς" έφυγε. Ήρθε μια φθηνή μυρωδιά. Μια που φώναζε απομάκρυνση και ανεξαρτησία. 

 Μπαίνοντας στο νέο σπίτι, και όχι σπιτικό, εισέπνευσα την αύρα του. Αυτό το σπίτι μύριζε μοναξιά, δυσκολίες, παρόλα αυτά ενθουσιασμό και βιασύνη.  Με γοήτευσε η επιμονή αυτής της μυρωδιάς. Στο τέλος της μέρας, έμπαινα μέσα στο δωμάτιο , και μύριζα καταφύγιο. Δεν το επέλεξα, αλλά το ένιωθα. Περίμενα απ' την αρχή την ώρα της φυγής, αλλά αυτό το συναίσθημα ήταν σίγουρα μέσα στον πυρήνα των αναμνήσεων μου και δεν μπορούσα να ξεφύγω.
 Έκανε κρύο. Είχε όμως ήλιο. Μύρισα Άνοιξη. Ήταν Χειμώνας αλλά εγώ μύρισα για μια μικρή μοναδική στιγμή την Άνοιξη. Πήρα βαθιά ανάσα για ν' αντέξω το κρύο. Το κρύο που για μικρό χρονικό διάστημα το αποζητούσα και χαιρόμουν μυρίζοντας το καμένο ξύλο από το τζάκι. Μου είπε: "ο,τι σου λείπει, αυτό θα ζητάς, να το θυμάσαι, αντίο." Μα εγώ μύριζα για λίγο Άνοιξη και δεν με ένοιαζε. 
 Μπήκα στο θέατρο δέκα λεπτά αργοπορημένη, κουβαλώντας καφέ και νεύρα. Μύρισα το ξύλο της σκηνής και για μια στιγμή δεν με ένοιαζε. Από εκείνη τη στιγμή θα ήμουν κάποια άλλη και όφειλα να αφήσω πίσω την πραγματικότητα. Τι ανακούφιση. 
 Το καταφύγιο στο δωμάτιο του σπιτιού, παίρνει διαστάσεις και στη μυρωδιά των ανθρώπων. Ξέρω πως μυρίζει ο αδερφός μου, και επίσης ξέρω πώς μυρίζει ο "αδερφός" μου, και αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία. Οι άνθρωποι μου, τα καταφύγια μου, με στοιχειώνουν, με μαγεύουν, με ανακουφίζουν. Με κάνουν να νιώθω ασφάλεια. Και - ειλικρινά - η ασφάλεια μυρίζει καλύτερα απ' όλα τα συναισθήματα.