Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

Μάθε ποιός είσαι κι έλα να με σώσεις ΙΙ

Ξέρεις, είναι οκ κάποιες φορές να μένεις στην απ' έξω. Δηλαδή είναι μέσα στη γαμημένη τη ζωή κι αυτό, πώς γίνεται να μην το αποδέχομαι, πώς γίνεται να με πληγώνει το έξω; Αυτή η έννοια της ανασφάλειας, αυτή η έννοια της αποστροφής του βλέμματος από πάνω μου, αυτή η έννοια του φτιαγμένης απο χέρια τρίτων μοναξιάς. Και μακάρι τα χέρια να ήταν μόνο τρίτων.

Δεν θυμώνω. Δεν βράζει το κεφάλι μου συχνά, αν κάποιος δεν παραβιάσει δηλαδή τα όρια της πιθανής λάβας που με διαρρέει. Άρα γιατί ενώ δεν πιστεύω στη μοίρα, καταρρέω και με χτίζω, σχεδόν μοιρολατρικά; Πως το αφήνω τόσο συχνά να με προσπερνάει αυτό, που δεν είναι φτιαγμένο να προσπερνάει. Μόνο για να πονάει και να θυμίζει είναι αυτό. Όλους, εκτός απο εμένα. Εμένα απλά με προσπερνάει και με αφήνει -μέχρι και αυτό- στην απ' έξω.

Και μπορεί η άσκηση αυτοσχεδιασμού να με πηγαίνει σε μέρη που η αναπνοή δεν ποινικοποιείται, αλλά η δική μου κλεισμένη πια από καιρό σε κωλοκούτια, ξέχασε να ζητάει οξυγόνο. Βαρύ πυκνό σκοτάδι και βαριά ζέστη. Τι να ζητήσω, τι να απαιτήσω από τη ζέστη, όταν έχει μάθει βαθιά να υπηρετεί τα κουτιά μου, τα μέτρα και τα σταθμά μου;

Σε ζήτησα. Κι αν δεν με άκουσες, κι αν δεν αφουγκράστηκες ποτέ σου τη θερμοκρασία μου είναι γιατί το κοινό μας όλο είναι θαμπό και καλυμμένο με σκληρή, βαθιά, ριζωμένη και τυφλή ανάγκη. Κι όταν συμβαίνει αυτό σε λυπάμαι περισσότερο από όσο μπορώ και λιγότερο από όσο χρειάζεται για να σε αφήσω.