Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

"Η ζωή της Ζωής μου"


Ήμουν σχεδόν σίγουρη: το καλοκαίρι μου αυτό ήταν επιεικώς άθλιο και έτσι θα παρέμενε τον ένα μήνα που είχε ακόμη για να λήξει. 'Ηταν από τα χειρότερα καλοκαίρια της ζωής μου μέχρι στιγμής. Τίποτα δε μου έκανε εντύπωση. Όλα κενά, σαν κάποιος να ήθελε να γράψει τη συνέχεια της ιστορίας της ζωής μου και πάνω που του ερχόταν η έμπνευση τέλειωσε το μελάνι από το στιλό, και οι ιδέες που είχε όλο το χειμώνα χάθηκαν σε μερικά δευτερόλεπτα, έτσι απλά. Και μόνο το κενό χαρτί έμεινε να θυμίζει πως κάποτε στοίβες με χαρτιά γέμιζαν την προσπάθεια συνέχισης της ζωής μου. Γεμάτες ιδέες και όνειρα, ξεχυλισμένες από ζωή.
 Άλλωστε όπως έλεγε, και χρησιμοποιώ παρελθοντικό χρόνο, η μαμά μου: "η ζωή της Ζωής μου θέλω να είναι η πιο γέματη από όλων των ανθρώπων μαζί". Γιατί βλέπετε η μαμά μου είχε πονέσει πολύ στη ζωή της χάνοντας τη μητέρα της στα 11 της λόγω καρκίνου και εκτιμούσε τη ζωή, σαν έννοια και ιδέα πιο πολύ από το οτιδήποτε, γιαυτό και με βάφτισαν Ζωή. Ήθελε, λοιπόν, τον πόνο που ένιωσε εκείνη να μην το νιώσω ούτε στο παραμικρό ποτέ μου. Δεν κατάφερα όμως να πραγματοποιήσω αυτή της την επιθυμία. Και στη μέση του καλοκαιριού μια ήταν η σκέψη μου: "Και τώρα τι;" Υπομονή και επιμονή μέχρι το άνοιγμα των σχολείων. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που επιθυμούσα με όλη μου την καρδιά να γυρίσω στην καθημερινότητα. Να ξυπνήσω νωρίς να πάω στο μάθημα, να καθίσω εφτά ώρες, να γυρίσω στο σπίτι και να ετοιμαστώ για φροντιστήριο. Ρουτίνα. Κι όμως ήξερα. Το ήξερα καλά πως αυτη η ρουτίνα θα μου έκανε καλό, θα γιάτρευε τις πληγές μου. Θα ήξερα τι να περιμένω. Λατρεμένη καθημερινότητα! Ξέρεις τι πρόκειται να συμβεί στο επόμενο δευτερόλεπτο, κι αυτό ήθελα: να βρίσκομαι στη σφαίρα επιρροής της καθημερινής ρουτίνας μέσα στο σύννεφο ασφάλειάς της.

 Τέλη Ιουνίου και τίποτα δεν μαρτυρούσε αυτό που επρόκειτο να συνέβαινε. Τέλος εξετάσεων και όλοι μεσ' την τρελή χαρά που τελείωνε το "καθημερινό τους μαρτύριο" κουβέντιαζαν χαρούμενοι για τα σχέδια των καλοκαιρινών τους διακοπών. Εγώ είχα αποδεχτεί απόλυτα ότι διακοπές φέτος για μένα δεν υπήρχαν. Άκουγα οικονομική κρίση, την έβλεπα κάθε μέρα στο σπίτι μας αλλά τη γεύτηκα και στο καλοκαιρί μου. Με 42 βαθμούς Κελσίου στην Αθήνα! Δε με πείραζε. Ήξερα οτι θα πέρναγα καλά έστω και εδώ, αφού οι περισσότεροι μου φίλοι θα έμεναν επίσης εδω ή θα έφευγαν για πολύ λίγο χρονικό διάστημα. Ήμουν αισιόδοξη.
 Πάντα ήμουν αισιόδοξη στη ζωή μου. Πάντα έλεγα στη μητέρα μου όταν χρειαζόταν να μεταφερθεί στο νοσοκομείο για θεραπείες: "Και καλά τώρα εσύ είσαι άρρωστη; Κάποιος μου κάνει πλάκα! Εσύ είσαι σκληρό καρύδι, ομορφαίνεις την αίθουσα του νοσοκομείου. Είδες πώς σε κοιτούσε αυτός ο γλυκούλης ο γιατρός; Γιατρός όχι αστεία... ποιός στη χάρη σου!" Την πείραζα συνέχεια. Και εκείνη χαμογέλουσε, γελούσε. Φαινόταν τόσο κουρασμένη. Αλλά χαμογελούσε για μένα, μόνο για μένα. Για να μου δείξει πώς παλεύει για τη ζωή της. Και τη χαιρόμουν, χαμογελούσα και εγώ ενώ ήξερα ότι βασανιζόταν, πονούσε κάθε μέρα, πονούσε πολύ. Αλλά εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να γελάει μέχρι την τελευταία στιγμή. Την αγαπούσα πολύ τη μαμά μου. Πάρα πολυ.

 Μέσα Ιουλίου και τα μπάνια έδιναν και έπαιρναν. Πήγαινα πολύ συχνά. Μαζί με τους φίλους μου. Ήμουν ευτυχισμένη αυτές τις ώρες. Τα γέλια μας αντηχούσαν σε όλη την παραλία, δείγμα ευτυχίας και ζωής. Επαναλαμβάνω πολύ συχνά τη λέξη ζωή έτσι; Όταν χάνεται μέσα από τα χέρια σου, την εκτιμάς διπλά, την προσέχεις σαν τα μάτια σου και δεν αφήνεις ούτε δευτερόλεπτό της να πάει χαμένο.
 Ήξερα ότι κάτι μου έκρυβαν. Ξέρω τα βλέμματά τους όταν κάτι δεν πάει καλά. Δεν μου λέγανε. Υποψιάστηκα βέβαια ότι είχε να κάνει με τις χημειοθεραπείες της μητέρας μου. Μάλλον θα ξαναπήγαινε στο νοσοκομείο. Η αισιοδοξία μου και η πίστη μου στη μαγική ζωή που η μαμά μου μού μάθαινε από μικρό παιδί, ακόμα και ενάντια σε μια απο τις πιο άτιμες αρρώστιες, τον καρκίνο, δεν με εμπόδισαν να περάσω όλο το πρωί μαζί της στο σπίτι χωρίς να πάει το μυάλο μου ούτε μια στιγμή στο κακό. Ούτε όταν ο θείος μου, ο αδερφός της μητέρας μου, ήρθε κλαμμένος στο σπίτι για επίσκεψη. Ο θείος μου; Επίσκεψη σε ώρα δουλειάς και κλαμμένος; Μα πώς δεν πήγε το μυαλό μου; Με έστειλαν να του φτιάξω καφέ και όταν γύρισα τους είδα αγκάλιασμενους. Άπο τα μάτια του θείου έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα αλλά η μαμά μου είχε ενα χαμόγελο που πρόδιδε ανακούφιση και ηρεμία. Δεν καταλάβα τι γινόταν και όταν τους ρώτησα μου τα μπάλωσαν όπως πολύ καλά ήξεραν τα δύο αδέρφια. Δεν έδωσα συνέχεια. Για να μη μου μιλούσαν κάποιο λόγο θα είχαν. Ή μήπως όχι;
 Σειρά είχε το γραφείο του πατέρα μου, μήπως και μου έλυνε την απορία. Ο μπαμπάς μου είναι ασφαλιστής. Αυτό μας έσωσε όταν αρρώστησε η μητέρα μου. Τις θεραπείες και τα έξοδα του νοσοκομείου τα πλήρωνε η ασφάλεια. Ο καλός μου ο μπαμπάς ήταν το στήριγμα της μαμάς μου 13 χρόνια τώρα που πάλευε με αυτή την αρρώστια. Πάντα δίπλα της, ποτέ δεν έλειπε απο το πλάι της. Εκεί όταν χρειάστηκε να μπεί στο νοσοκομείο, εκεί όταν για ένα διάστημα 1 χρόνου που εγώ στα εφτά μου χρόνια είχα καταλάβει ότι: "Η μαμά δεν είναι πλέον άρρωστη!!!". Θυμάμαι τον μπαμπά μου να μου λέει: "Και τώρα θα πηγαίνουμε βόλτες, θα κάνουμε μεγάλα ταξίδια μαζι με τη μανούλα μας, τη μανούλα μας που την αγαπάμε τόσο πολύ και τώρα δεν είναι άρρωστη, Ζωούλα μου ακούς; Δεν είναι!" Και να οι αγκαλιές από εδώ και να τα φιλιά απο εκεί και να τα δάκρυα που τα είχαν ονομάσει "Δάκρυα χαράς". Και μάλιστα εγώ δεν είχα καταλάβει και έλεγα: "Καλά χαζοί είναι αυτοί οι μεγάλοι; Στεναχωριούνται, κλαίνε. Χαίρονται, κλαίνε". Μετά κατάλαβα τι εννοούσαν. Και όντως εκείνο το χρόνο κάναμε τα πάντα οι τρεις μας. Ταξίδια, διακοπές, παιχνίδια. Χόρτασα τη μαμά μου που την είχα χάσει στα νοσοκομεία. Και όλα αυτά μέχρι τον άλλο χρόνο που ο μπαμπάς μου μου εξήγησε ότι η αρρώστια που είχε η μαμά μετακινήθηκε και τώρα είναι πάλι άρρωστη και είναι πιο σοβαρά τα πράγματα. Πάλι στο πλάι της ήταν, αλλα πάλι εγώ την έχασα. Κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια με την αισιοδοξία μου άσβεστη, τη μητέρα μου ταλαιπωρημένη αλλά πάντα χαμογελαστή και περήφανη για μένα. Και όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν με οδηγούν τώρα, πάλι εδω, στο γραφείο του μπαμπά μου περιμένοντας να μου λύσει την απορία μου.
"Που να ξέρω εγώ Ζωούλα μου; Αφού την ξέρεις τη μάνα σου! Άφορμή ψάχνει να συγκινείται και ο θείος σου τη βοηθάει." Και τότε εγώ θύμωσα τόσο πολύ που είπα λόγια που μέχρι και σήμερα μετανιώνω. "Μπάμπα, δεν είμαι εφτά χρόνων όπως τότε που μου έλεγες οτι "η αρρώστια μεταφέρθηκε". Είμαι 16 και μπορώ να καταλάβω οτι η μαμά είναι πολύ σοβαρά και πεθαίνει. Δε χρειάζεται να μου κρύβετε τίποτα. Τι θα πει αφορμή ψάχνει για συγκίνηση; Αλλά πάντα έτσι ήσουν, φθηνές δικαιολογίες για να μην πληγωθώ. Αλλά ξέρεις κάτι; Μαζί τα ζούμε. Δεν πονάς μόνο εσύ. Μπορείς τουλάχιστον να είσαι ειλικρινής μαζί μου." Οι τελευταίες μου λέξεις συνοδεύτηκαν απο τα πρώτα μου δάκρυα και τα πρώτα μου δάκρυα λες και μου έδωσαν το σύνθημα να τρέξω στην πόρτα. Βγήκα απο το κτήριο με προορισμό το πάρκο που ήταν δέκα λεπτά απο εκεί. Σε αυτό το πάρκο είχα περάσει τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που χτύπουσα στην τραμπάλα και η αγκαλιά της μαμάς μου ήταν το μόνο καταφύγιο μου. Δεν ήθελα τίποτα άλλο. Μου έλεγε: "Τι κλαις καρδούλα μου για μια γρατζουνιά; Ποτέ να μην κλαις και να μη στεναχωριέσαι για ασήμαντα πράγματα. Αυτά τα ξεχνάμε από τη μια μέρα στην άλλη". Και εγώ έλεγα οτι η μαμά μου είναι σοφή, και καμάρωνα.
 Το συγνώμη προς τον μπαμπά μου ευτυχώς βρήκε ανταπόκριση: μια μεγάλη αγκαλιά. Είχα πολλές τύψεις και του εξομολογήθηκα πως δεν εννοούσα ό,τι είπα.Μου απάντησε μαλακά ότι η μαμά μου με περίμενε στο σπίτι γιατί ήθελε να μιλήσουμε. Τον ρώτησα αν θα έρθει αλλα είπε οτι τον είχε παρακαλέσει να μας αφήσει μόνες μας. Πήγα με πολλή αγωνία και ήλπιζα να μου εξηγούσε επιτέλους τι γινόταν αυτές τις μέρες. Δεν φανταζόμουν αυτο που με περίμενε, κι όμως συνέβη.
 Φτάνοντας στο σπίτι είδα τη μαμά μου να βγαίνει από την πόρτα. Ξαφνιάστηκα, είναι η αλήθεια. Τον τελευταίο καιρό είχε χειροτερέψει η κατάστασή της και είχε πολύ καιρό να βγει από το σπίτι. Μπαίνουμε στο αμάξι της και μου λέει: "Πάμε θάλασσα, ελπίζω να πεινάς γιατί έχω λιγουρευτεί θαλασσινά." Ένα γέλιο βγήκε από μέσα μου και δεν μπόρεσα να το καταπνίξω. Είχα προετοιμαστεί για το χειρότερο και βρήκα τη μάνα μου με λιγούρα για θαλασσινά! "'Ετσι σε θέλω. Να γελάς Ζωή μου, να γελάς. Είτε σε κάνω εγώ, είτε κάποιος άλλος." Φαινόταν να έχει έναν περίεργο τόνο στη φωνή της. Σαν να της είχε φύγει ένα μεγάλο βάρος από πάνω της. Σαν να είχε γιατρευτεί από αυτό που της έτρωγε τη ζωή, σαν να μην υπήρξε ποτέ, λες και αυτά τα δεκατρία χρόνια είχαν περάσει σαν ένα απλό κρυολόγημα.
 Με το που φτάσαμε και πατήσαμε στην άμμο πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν να δινόταν στον άνεμο, να την πάρει μαζί του. Τόσο ανάλαφρη έστεκε. "Τι θα γίνει δεν είχες τη λιγούρα σου εσύ;" είπα καθώς τη χάζευα να χάνεται με το βλέμμα της μέσα στα κύματα. "Βιάζεσαι Ζωή μου;" απάντησε. "Εγώ; Απλά σε φοβάμαι μη χιμήξεις στη θάλασσα να πιάσεις κανένα ψαράκι με τόση όρεξη και δε σε προλάβω". Ήθελα να της αποσπάσω την προσοχή γιατί μου φαινόταν ότι κάτι τη βασάνιζε. Μου χαμογέλασε, με το πιο ωραίο χαμόγελο που μου είχε χαρίσει ποτέ. Δεν το ξεχνάω ποτέ αυτο το χαμόγελο. Δεν το βρίσκω πουθενά και σε κανέναν. "Ζωή από εσένα ποτέ δεν κρύφτηκα. Τις τελευταίες τρεις μέρες που προσπάθησα είδες πώς τα έκανα. Γιαυτό δε θα ψάξω να βρώ τις κατάλληλες λέξεις. Ήξερες ότι αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε. Το περιμέναμε όλοι. Και αυτό ήταν το λάθος μας. Δεν κυνηγούσαμε τη ζωή, κυνηγούσαμε το θάνατο, και να που τα καταφέραμε, τον φτάσαμε. Ο γιατρός πριν μια εβδομάδα μου έδωσε δέκα μέρες ζωής. Μου είπε πως με τη βοήθεια μηχανήματων ίσως ο χρόνος μου να διπλασιαζόταν. Ίσως να έφτανε τις είκοσι μέρες, ίσως και τον ένα μήνα. Και αφού όπως ξέρεις εγώ δεν αφήνω τίποτα στην τύχη, πόσο μαλλον τις τελευταίες μου μέρες, του ζήτησα να μου δείξει έναν άνθρωπο που είναι συνδεδεμένος με τέτοια μηχανήματα. Όταν αντίκρισα το παλικάρι με σωληνάκια παντού χώρις να μπορεί να κουνήθει, τον ένα μήνα που του έμεινε, πήρα επιτόπου την απόφασή μου. Κι ας είπα στον γιατρό ότι θα το σκεφτώ, είχα αποφασίσει από την πρώτη στιγμή. Ήθελα να ζήσω, να νιώθω τη ζωή να κυλάει μέσα μου. Όχι να κυλάνε μέσα μου φάρμακα που θα την έκαναν να πάρει παράταση του ενός μήνα καθηλωμένη σε ένα κρεβάτι. Αυτό δε θα ήταν ζωή. Εγώ θέλω να χτυπάει η καρδούλα μου και να το νιώθω. Να δίνω την προσπάθεια μου μόνη μου." Εγώ όλη αυτή την ώρα είχα παραλύσει από τον πόνο που ένιωθα και τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου χωρίς να τα ελέγχω. Εκείνη έπιασε τα χέρια μου, σκούπισε με ένα μαντήλι τα δάκρυά μου και συνέχισε: "Ο θείος σου και ο πατέρας σου με εκλιπαρούσαν να πάω στο νοσοκομείο και να δεχτώ αυτό που μου είχε πεί ο γιατρός. Αλλά γρήγορα κατάλαβαν πως δεν είχε νόημα. Οι δέκα μου μέρες θα είναι πιο γεμάτες αν τις περάσω με ανθρώπους  που αγαπάω έξω στη θάλασσα, στον αέρα, να αισθάνομαι κόσμο, να μυρίζω τον αέρα, να βλέπω και να νιώθω ζωη απο το να είμαι σε ενα άδειο, ψυχρο δωμάτιο νοσοκομείου. 'Ετσι το δέχτηκαν. Πράγμα που ελπίζω να κάνεις και εσύ. Γιατί αυτές τις μέρες που μου μένουν θέλω να τις περάσουμε οι τρεις μας. Θέλω να κάνουμε ό,τι περνάει από το μυαλό μας. Τρέλες, να ζήσω τρελά, να το κάνεις και εσύ παιδί μου, μόνο αυτά σου μένουν όταν μεγαλώσεις. Δε με νοιάζει αν θα πονάω, θέλω να διασκεδάσω με την οικογένειά μου και θα τα ξεχάσω όλα. Θα με βοηθήσεις Ζωούλα μου;". Για μια στιγμή νόμιζα ότι δεν είχα φωνή. Μια δυνατή αγκαλιά εξήγησε ο,τι ήθελα να πω. Έκλαψα στην αγκαλιά της για πολλή ώρα και δε με απέτρεψε απο αυτό. "Σ'αγαπάω." Κατάφερα να ψελλίσω κάποια στιγμή. Δεν περίμενα απάντηση, σηκώθηκα και της άπλωσα το χέρι "Πάμε;" "Πάμε Ζωή μου!"
 Όχι δέκα, όχι δεκαπέντε αλλα είκοσι μέρες άντεξε η μαμά μου προς έκπληξη των γιατρών. Και είμαι πολύ περήφανη για αυτή. Την προτελευταία μέρα ήμαστε μαζί ξαπλωμένες στο κρεβάτι και μου είπε: "Εγώ άντεξα δέκα μέρες παράπανω απο ό,τι που λέγανε αυτοί. Κοίταξε να ζήσεις όπως θέλεις και όχι όπως θα σου υποδείξει ο οποιοσδήποτε." Η αγάπη μας την έκανε να αντέξει. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια της μας είπε: "Έρχεται η ώρα, το νιώθω. Σας αγαπάω πολύ. Ευχαριστώ που με ανεχτήκατε άλλες τόσες μέρες, σας έβγαλα από το πρόγραμμα. Άλλα είμαι σκληρό καρύδι εγώ...ε Ζωή;" Η καρδιά της σταμάτησε και τα μάτια της έκλεισαν. Το χέρι που έσφιγγε τόση ώρα χαλάρωσε και έπεσε πάνω στο κρέβατι.
 Έτσι θα θυμάμαι τη μαμά μου. Με τα αστεία της μέχρι την τελευταία στιγμή. Γιατί αν δεν ξεγελάσεις το θάνατο και δε γελάσεις λίγο μαζί του δεν πρόκειται να τον νικήσεις πότε, ούτε φυσικά να πάρεις παράταση. Τι κι αν το καλοκαίρι που μένει δεν έχει νόημα χωρίς εκείνη; Τι κι αν δεν είναι πια εδώ να ζούμε μαζί τρελά; Εγώ πάντα θα τη θυμάμαι σε μια θάλασσα να κοιτάζει τα κύματα και να μου λέει "Πάμε Ζωή μου, πάμε..."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου