Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Καλούπια

Οι άνθρωποι. Εγωιστές. Λευκοί, μαύροι, ωχροί, καλοφτιαγμένοι, αντιπαθητικοί, ευαίσθητοι, όμορφοι, αποκρουστικοί. Εγωιστές. Και τι θέλουν; Τι ψάχνουν; Γιατί μιλάνε δυνατά; Θα τους άκουγα και με πιο χαμηλή φωνή. Τι σημαίνει δεν έχουν μάθει να ακούν; Εγώ πώς έμαθα; Δεν ξέρω; Δεν ξέρω.

Αγαπούν να αυτοπεριορίζονται. Λατρεύουν να θέτουν όρια στον εαυτό τους γκρινιάζοντας για το πόσο δύσκολο είναι να μη τα ξεπεράσουν. Ξεπέρασε τα. Βάλε καινούργια. Σταμάτα να μιλάς τόσο δυνατά. Μάθε να ακούς. Κοίτα γύρω σου. Ψάξε τα ανεκπλήρωτα όνειρά σου. Είχες ποτέ όνειρα; Ψάξε τις χαμένες και σκονισμένες ιδεολογίες σου. Κοίτα δίπλα στα βιβλία σου, κάτω απο την εφήμερίδα μήπως κανένα πιστεύω σου ξέπεσε. Δίπλα απ'το σκισμένο σου τζιν βρήκα το καλούπι του χαρακτήρα σου. Είχε και ο πατέρας σου ένα τέτοιο στην ντουλάπα κάτω απο την αγαπημένη του γραβάτα. Είχε διαφορές προφανώς του πατέρα σου. Άλλα και των δυο σας είχε ένα κοινό. Όταν το υλικό πήξει δεν αλλάζει με τίποτα. Και δυστηχώς έπηξε πολύ γρήγορα. Που πήγαν οι εμπειρίες, οι άνθρωποι σας, οι τηλεόραση, η εφημερίδα, το σχολείο, η δουλειά; Που πήγαν όλοι οι παράγοντες που διαμόρφωναν το μη ανατρέψιμο καλούπι σας; Σπάστε τα καλούπια. Μόνο αυτό σας μένει. Φτιάξτε άλλα μόνοι σας. Μη σας το επιβάλλει κάποιος. Ποτέ δεν είναι αργά.

Γωνιά Ονείρων

Και θα περάσω όπως περνάνε όλοι. Μπορεί να αφήνω το σημάδι μου αλλά δεν έχω την κατάλληλη δύναμη για να χαράξω τα αρχικά μου πάνω σου. Δυο γράμματα. Κενό ψυχογράφημα. Τα πρέπει και τα θέλω ταυτίζονται. Είμαι ένα πρέπει που δε θα ταυτιστώ ποτέ με τα θέλω σου. Στιγμές στιγμές θα αναρωτιέμαι τι ζητάω απο εσένα και δε θα μου απαντάει κανείς. Δε θα ξέρω. Να φύγουμε. Να τους αφήσουμε όλους να "ζήσουν" εδώ και να φύγουμε. Όχι κάπου μακριά. Μέχρι τη γωνία των ονείρων μας. Μην πάρεις το αμάξι, θέλω να περπατήσω. Η διαδρομή είναι αυτό που μένει ως ανάμνηση. Βλέπεις τα χρώματα; Ψήσου να μου κρατάς το χέρι και να μετράμε όσα όμορφα πράγματα βλέπουμε. Τι έγινε; Γιατί σταματάς; Δε θα είναι εκεί για πάντα. Το ξέρεις. Μη φέυγεις. Αφού τους χαιρετήσαμε όλους. Έλα, σε λίγο θα είμαστε πίσω. Φεύγεις; Πάντα έφευγες. Γύρναγες να ζητήσεις φωτιά και πάλι μου γύρναγες την πλάτη σου. Απομακρυνόσουν. Και εγώ έμενα να μετράω πόσα όμορφα πράγματα έβλεπα. Αλλά ξαφνικά εξαφανιζόταν κάθε τι που πριν φάνταζε όμορφο. Στο δρόμο για τη γωνία των ονείρων μας ο ήλιος δε μας άφηνε στιγμή, ούτε τα γέλια των παιδιών που έπαιζαν μπροστά απο τους πολύχρωμους καταράχτες. Τα άπειρα λουλούδια έκαναν τον αέρα να μυρίζει υπέροχα. Και ο κόσμος, οι άνθρωποι, περπατούσαν όλοι αργά. Κανείς δεν έτρεχε. Πήγαιναν όλοι στη γωνιά των ονείρων τους με αργό και σταθερό βήμα. Έτσι όλα αυτά έμοιαζαν όμορφα στα μάτια μας. Τώρα που έφυγες τα βαρέθηκα, όλα. Μου φαίνονται ενοχλητικά και αποκρουστικά. Και μένω στον κόσμο όπου όλοι ψάχνουν τα όνειρα τους, ένα χέρι να με βοηθήσει να σηκωθώ και να βρω άλλα καινούργια πράγματα για να μετρήσω. Κάθε ένας που περνάει με πάει όλο και πιο κοντά στην γωνιά μου. Στη γωνιά των ονείρων μου.

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Περιμένω..

Μου έλειψες ξαφνικά. Περνούσα κάτω από το σπίτι σου και κάτι μου φώναζε να ανέβω. Η γειτονιά στο πόδι. Με κοιτούσαν λες κι έκανα έγκλημα. Μπορεί να κοιτούσα το μπαλκόνι σου για 5 λεπτά, μπορεί να ήταν και μισή ώρα τώρα που το σκέφτομαι. Πότε πότε κοίταζα τους περαστικούς που περνούσαν. Όχι λάθος, δεν ξεκόλλησα το βλέμμα μου από το παράθυρό σου. Και κάποια στιγμή τα πόδια μου κουράστηκαν, έκαιγαν, και έκατσα στο παγκάκι μας. Λάθος πάλι. Δεν έκατσα στιγμή, απλά στεκόμουν όρθια και περίμενα. Τι περίμενα; Δεν ήξερα. Και τα μάτια μου τα ανοιγόκλεινα, ναι το θυμάμαι, γιατί όταν τα αφήνω για πολλή ώρα ανοιχτά δακρύζουν, όπως και όλων των ανθρώπων. Κάτσε, πάλι λάθος; Τώρα που το σκέφτομαι, όχι. Δεν τα έκλεισα. Ούτε μια φορά. Δάκρυα δε βγήκαν. Με έχουν βαρεθεί πια. Τα κουράζω τελευταία. Άλλα δεν τα έκλεισα. Μισή ώρα ανοιχτά, ή μήπως μια; Περίμενα. Τι περίμενα; Δεν ήξερα. Η μήπως ήξερα; Δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Ή απλά δεν ήθελα να βάλω ταμπέλα στην προσμονή μου; Περίμενα πολλά. Δε βγήκες. Ποτέ δεν έβγαινες. Πάντα στεκόμουν δίπλα στο παγκάκι μας περιμένοντας να φανείς. Φοβάσαι, πάντα φοβόσουν. Φοβόσουν τα μάτια μου. Αυτά που θα σου έλεγαν. Αυτά δε σου έκρυψαν ποτέ ο,τι σου έκρυψα εγώ. Αυτά στα έλεγαν όλα. Και εσύ τα άκουγες. Χρόνος παρελθοντικός και μη επιστρέψιμος. Δεν ακούς πια. Δε μπορείς, δε θέλεις, δεν αντέχεις, δε τα καταφέρνεις, δε συνήθισες. Αυτό, αυτό το τελευταίο ήταν το θέμα σου. Ποτέ σου δεν με συνήθισες. Ποτέ σου δε με έμαθες. Ποτέ. Όλα είναι μια συνήθεια λένε. Και τώρα που είσαι; Δεν θα βγεις στο μπαλκόνι. Και αύριο εκεί θα είμαι. Όρθια, με τα πόδια μου και τα μάτια μου να καίνε. Αλλά εγώ θα περιμένω. Τι; Δε θα ξέρω... Δεν θα θέλω να ξέρω.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Αυτό είναι όλα τελικά; Μια λάμψη και ένας κρότος του "είναι" μας στη επιφάνεια μιας ξεχασμένης θαμπής θάλασσας; Σαν να συζητούν δυο φίλοι τα νέα τους και να λένε "Να ρε, χθες άνοιξα την ψυχή μου σε έναν περαστικό, του είπα "Καλημέρα, είσαι καλά;". Μου είπε το πρόβλημά του και έδειξα να τον καταλαβαίνω, κούνησα καταφατικά και το κεφάλι μου. Του είπα και εγώ ότι με απέλυσαν, έδειξε να πονάει για τον πόνο μου. Του ευχήθηκα να έχει μια καλή μέρα. Μου χαμογέλασε, καιρό έχουν να μου χαμογελάσουν έτσι." Αυτό είναι παραδέξου το. Όλοι θέλουν κάποιον που να νοιάζεται για αυτούς. Ενώ ξέρουν ότι γρήγορα ο άλλος θα ξεχάσει το πρόβλημά σου, το συναίσθημα που έβγαλες από μέσα σου όταν του το είπες, το βλέμμα που περίμενε ανταπόκριση κολλημένο πάνω τους, την ψιθυριστή κραυγή σου. Τίποτα. Αυτό είναι που τους μένει. Το αγαπημένο σε όλους "τίποτα". Διευκολύνει άπειρα πολλές καταστάσεις το "τίποτα".