Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Το ρέμα

 Οι λέξεις κάποτε ήταν μαύρες. Κι εγώ ήμουν ένα με αυτές. Πολύ παλιά όμως. Τότε που ένα χρώμα ήταν αρκετό, κι ας ήταν το πιο μουντό του κόσμου όλου. Μέσα από αυτή τη μαυρίλα, έπαιρνα μορφή, σχήμα, ανάσες. 'Όλα ήταν πιο απλά.
 Μαύρα; Ε ναι μαύρα, αλλά μόνο αυτό. Όχι τη μια γκρι, την άλλη σομόν, την άλλη λαχανί, την άλλη πετρόλ. Το κοινό όλων αυτών, είναι ότι τα λες "περίπου" χρώματα, και σίγουρα δεν ξέρεις πόσο βαθιά πρέπει να είναι η ανάσα στο πετρόλ, και πόσο κοφτή στο λαχανί. Εντάξει μπορεί να έμαθες με τον καιρό ότι στο σομόν δεν πρέπει καν να αναπνέεις, αλλά αυτό δεν δίνει άλλοθι στην εξαντλητική "περίπου" πολυχρωμία.
 Και περνάνε οι καιροί, και οι λέξεις παύουν να φτάνουν. Όχι με έναν ποιητικό τρόπο. Με έναν θλιβερό, ανούσιο.
 Η ενηλικίωση μου και τα πρώτα χρόνια της, δεν ήρθαν με ευθύνες, άγχη, σοβαρότητα. Αυτά υπήρχαν από πριν. Ήρθαν και πήραν τις λέξεις μου μακριά - μία προς μία.
 Περισσότερα χρώματα, λιγότερες λέξεις. Σου κόβει την ανάσα αυτή η ησυχία. Και να έλεγες πως κάπου οδηγεί [...]
 Αυτή η ησυχία, η πνιγερή, με έφερε ως εδώ. Αν πέσεις από τον γκρεμό πάει έπεσες. Στο ρέμα όμως αν κολυμπήσεις μπορεί να αχνοφανούν μπροστά σου "επιλογές", είχα ακούσει κάποτε. Και να' μαι εδώ, να κολυμπώ, και να ξεμακραίνει πίσω μου το πελώριο ύψωμα, μαζί και ο γκρεμός του.
 Ξέρεις τι είναι, πιστέ κι αιώνιε αναγνώστη μου; Ότι το ρέμα εξουθενώνει, σε μικραίνει, σε στραγγίζει.
 Πόσοι αποχωρισμοί άραγε σε κάνουν να ανέβεις επίπεδο στην αντοχή τους;