Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Που πάνε οι μυρωδιές όταν φεύγουν;


 Η βαλίτσα μου ήταν γεμάτη μυρωδιές. Κάθε ρούχο μύριζε "μαμά". Μέχρι που τα φόρεσα, τα ξαναφόρεσα, και ήρθε η ώρα να παρέμβω. Να παρέμβω στις αναμνήσεις. Να πλύνω αυτή τη μυρωδιά. Να πλύνω αυτή την ανάμνηση. Και η μυρωδιά της "μαμάς" έφυγε. Ήρθε μια φθηνή μυρωδιά. Μια που φώναζε απομάκρυνση και ανεξαρτησία. 

 Μπαίνοντας στο νέο σπίτι, και όχι σπιτικό, εισέπνευσα την αύρα του. Αυτό το σπίτι μύριζε μοναξιά, δυσκολίες, παρόλα αυτά ενθουσιασμό και βιασύνη.  Με γοήτευσε η επιμονή αυτής της μυρωδιάς. Στο τέλος της μέρας, έμπαινα μέσα στο δωμάτιο , και μύριζα καταφύγιο. Δεν το επέλεξα, αλλά το ένιωθα. Περίμενα απ' την αρχή την ώρα της φυγής, αλλά αυτό το συναίσθημα ήταν σίγουρα μέσα στον πυρήνα των αναμνήσεων μου και δεν μπορούσα να ξεφύγω.
 Έκανε κρύο. Είχε όμως ήλιο. Μύρισα Άνοιξη. Ήταν Χειμώνας αλλά εγώ μύρισα για μια μικρή μοναδική στιγμή την Άνοιξη. Πήρα βαθιά ανάσα για ν' αντέξω το κρύο. Το κρύο που για μικρό χρονικό διάστημα το αποζητούσα και χαιρόμουν μυρίζοντας το καμένο ξύλο από το τζάκι. Μου είπε: "ο,τι σου λείπει, αυτό θα ζητάς, να το θυμάσαι, αντίο." Μα εγώ μύριζα για λίγο Άνοιξη και δεν με ένοιαζε. 
 Μπήκα στο θέατρο δέκα λεπτά αργοπορημένη, κουβαλώντας καφέ και νεύρα. Μύρισα το ξύλο της σκηνής και για μια στιγμή δεν με ένοιαζε. Από εκείνη τη στιγμή θα ήμουν κάποια άλλη και όφειλα να αφήσω πίσω την πραγματικότητα. Τι ανακούφιση. 
 Το καταφύγιο στο δωμάτιο του σπιτιού, παίρνει διαστάσεις και στη μυρωδιά των ανθρώπων. Ξέρω πως μυρίζει ο αδερφός μου, και επίσης ξέρω πώς μυρίζει ο "αδερφός" μου, και αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία. Οι άνθρωποι μου, τα καταφύγια μου, με στοιχειώνουν, με μαγεύουν, με ανακουφίζουν. Με κάνουν να νιώθω ασφάλεια. Και - ειλικρινά - η ασφάλεια μυρίζει καλύτερα απ' όλα τα συναισθήματα.