Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

σίγουρα είσαι σκορπίος, αλλά μετά τις τρείς, φέρεσαι σαν ιχθύς

"Σε αυτό το σημείο πρέπει να πεις κάτι ποπ, 
είτε είσαι ιχθύς είτε είσαι σκορπιός, 
μα εσύ λες πως η ζωή θα είναι 

ή μια συνεχής σύγκρουση ή ένας συνεχής συμβιβασμός."




Μετά από κάποιες χιλιάδες ώρες παύεις να πιστεύεις - όπως πρώτα - πως η ζωή σου είναι σύγκρουση, όπως την έχεις συναρμολογήσει. 
Τη συναρμολόγησες μέσω μιας εξίσωσης συγκρούσεων, αλλά ξαφνικά τίποτα δεν παλεύει, τίποτα δεν κλωτσάει μέσα σου, δεν τρακάρει, 
δεν δημιουργεί θόρυβο και θραύσματα. Σε έφεραν εδώ μαθηματικά, 
μα εσύ είσαι το λάθος της εξίσωσης. Γιατί δεν είσαι πια σύγκρουση. 

Είσαι αρμονία. Είσαι έρωτας. Είσαι πρωί.


Και δεν είναι ότι συμβιβάστηκες. Είναι ότι αποδέχτηκες.
Και δεν είναι ότι δεν αποδεχόσουν. Είναι ότι σου είχαν μάθει ότι είσαι μια κινητή σύγκρουση. Υπάρχεις για να χτυπάς με τους γύρω σου, να τους προκαλείς     τι; Να τους προκαλείς. Απλά.


Δε γνωρίζω αν είμαι 
σαν ιχθύς ή σαν σκορπιός. 
Ξέρω ότι σιχάθηκα να πιστεύω πως
πρέπει να παλέψω, να χτυπήσω 
και να αντιδράσω. 
Ξέρεις μωρέ; 

Ίσως δεν πρέπει πια.




    συμβιβάστηκα(;)


Υ.Γ. κλασσικός ιχθύς

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

"τα κεριά που σβήνεις, όταν συνειδητοποιείς πως δε θα έρθει" ή "εσύ"



Και δεν είναι ότι δεν έρχεται.
Είναι που δεν πιστεύεις εσύ,
ότι αξίζεις αυτό το φως,
από μόνος σου.
Ένας άνθρωπος: εσύ.
Αξίζεις τα κεριά που,
κάποτε, είχαν άλλον αξίας προορισμό.
Άλλαξε αυτός, εσύ όμως όχι.
Εσύ ξαφνικά με μανία φυσάς,
αυτά που άναψαν,
αυτά που φώτισαν,
έδειξαν και ανέδειξαν.

Κι εσύ ακόμα πιστεύεις.
ότι δεν τα αξίζεις,
αν δεν υπάρξει ερχομός.
Και ποτέ δε θα τα αξίζεις,
αν μόνο,
πάντα και παντού,
περιμένεις. 

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

Οι βαβούρες

Φτιάξαμε τη δική μας κανονικότητα, και μέσα σε αυτή -εμείς οι ίδιοι- ξεχωρίζουμε. Τι χρειάζομαι; Τι πρέπει να χρειάζομαι; Ποιος με χρειάζεται και γιατί κάνει αυτό, το "κάλυμμα" της ανάγκης να κρύβει με μαεστρία; Πώς ορίζεται το ενδιαφέρον; Γιατί βρίσκω πάντα παραθυράκια να το αφήνω αόριστο;

Η βαβούρα. Πόσο απαίσια λέξη η βαβούρα; Θα έπρεπε να υπάρχει μια λέξη για τις κακιασμένες πεταλούδες στο στομάχι. Αυτές που σου θυμίζουν πόσο δειλός ήσουν, είσαι και θα είσαι, και πόσο αχάριστος. Θα μπορουσαν να λέγονται "βαβούρες". Και όποιος τις αναφέρει να τονίζει το ρο σαν να φτύνει απελπισία και βρωμιά.

Η τέχνη του να υφίστασαι. Ακόμα και το ίδιο το ρήμα αγκομαχά στο β' ενικό. Δεν είναι η ζωή για να υφίστασαι καρδιά μου. Μπροστά στην αδράνεια αυτού του ρήματος, ακόμα και οι βαβούρες είναι θεμιτές.

Άφησε τες να υπάρξουν και μ ι λ α μ ο υ.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

Μάθε ποιός είσαι κι έλα να με σώσεις ΙΙ

Ξέρεις, είναι οκ κάποιες φορές να μένεις στην απ' έξω. Δηλαδή είναι μέσα στη γαμημένη τη ζωή κι αυτό, πώς γίνεται να μην το αποδέχομαι, πώς γίνεται να με πληγώνει το έξω; Αυτή η έννοια της ανασφάλειας, αυτή η έννοια της αποστροφής του βλέμματος από πάνω μου, αυτή η έννοια του φτιαγμένης απο χέρια τρίτων μοναξιάς. Και μακάρι τα χέρια να ήταν μόνο τρίτων.

Δεν θυμώνω. Δεν βράζει το κεφάλι μου συχνά, αν κάποιος δεν παραβιάσει δηλαδή τα όρια της πιθανής λάβας που με διαρρέει. Άρα γιατί ενώ δεν πιστεύω στη μοίρα, καταρρέω και με χτίζω, σχεδόν μοιρολατρικά; Πως το αφήνω τόσο συχνά να με προσπερνάει αυτό, που δεν είναι φτιαγμένο να προσπερνάει. Μόνο για να πονάει και να θυμίζει είναι αυτό. Όλους, εκτός απο εμένα. Εμένα απλά με προσπερνάει και με αφήνει -μέχρι και αυτό- στην απ' έξω.

Και μπορεί η άσκηση αυτοσχεδιασμού να με πηγαίνει σε μέρη που η αναπνοή δεν ποινικοποιείται, αλλά η δική μου κλεισμένη πια από καιρό σε κωλοκούτια, ξέχασε να ζητάει οξυγόνο. Βαρύ πυκνό σκοτάδι και βαριά ζέστη. Τι να ζητήσω, τι να απαιτήσω από τη ζέστη, όταν έχει μάθει βαθιά να υπηρετεί τα κουτιά μου, τα μέτρα και τα σταθμά μου;

Σε ζήτησα. Κι αν δεν με άκουσες, κι αν δεν αφουγκράστηκες ποτέ σου τη θερμοκρασία μου είναι γιατί το κοινό μας όλο είναι θαμπό και καλυμμένο με σκληρή, βαθιά, ριζωμένη και τυφλή ανάγκη. Κι όταν συμβαίνει αυτό σε λυπάμαι περισσότερο από όσο μπορώ και λιγότερο από όσο χρειάζεται για να σε αφήσω.

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Το ρέμα

 Οι λέξεις κάποτε ήταν μαύρες. Κι εγώ ήμουν ένα με αυτές. Πολύ παλιά όμως. Τότε που ένα χρώμα ήταν αρκετό, κι ας ήταν το πιο μουντό του κόσμου όλου. Μέσα από αυτή τη μαυρίλα, έπαιρνα μορφή, σχήμα, ανάσες. 'Όλα ήταν πιο απλά.
 Μαύρα; Ε ναι μαύρα, αλλά μόνο αυτό. Όχι τη μια γκρι, την άλλη σομόν, την άλλη λαχανί, την άλλη πετρόλ. Το κοινό όλων αυτών, είναι ότι τα λες "περίπου" χρώματα, και σίγουρα δεν ξέρεις πόσο βαθιά πρέπει να είναι η ανάσα στο πετρόλ, και πόσο κοφτή στο λαχανί. Εντάξει μπορεί να έμαθες με τον καιρό ότι στο σομόν δεν πρέπει καν να αναπνέεις, αλλά αυτό δεν δίνει άλλοθι στην εξαντλητική "περίπου" πολυχρωμία.
 Και περνάνε οι καιροί, και οι λέξεις παύουν να φτάνουν. Όχι με έναν ποιητικό τρόπο. Με έναν θλιβερό, ανούσιο.
 Η ενηλικίωση μου και τα πρώτα χρόνια της, δεν ήρθαν με ευθύνες, άγχη, σοβαρότητα. Αυτά υπήρχαν από πριν. Ήρθαν και πήραν τις λέξεις μου μακριά - μία προς μία.
 Περισσότερα χρώματα, λιγότερες λέξεις. Σου κόβει την ανάσα αυτή η ησυχία. Και να έλεγες πως κάπου οδηγεί [...]
 Αυτή η ησυχία, η πνιγερή, με έφερε ως εδώ. Αν πέσεις από τον γκρεμό πάει έπεσες. Στο ρέμα όμως αν κολυμπήσεις μπορεί να αχνοφανούν μπροστά σου "επιλογές", είχα ακούσει κάποτε. Και να' μαι εδώ, να κολυμπώ, και να ξεμακραίνει πίσω μου το πελώριο ύψωμα, μαζί και ο γκρεμός του.
 Ξέρεις τι είναι, πιστέ κι αιώνιε αναγνώστη μου; Ότι το ρέμα εξουθενώνει, σε μικραίνει, σε στραγγίζει.
 Πόσοι αποχωρισμοί άραγε σε κάνουν να ανέβεις επίπεδο στην αντοχή τους;