Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Προσεχώς: Καταθληπτικός Χειμώνας

Πολύ κράτησε φέτος το καλοκαίρι. Δεν μ' άρεσε. Το βαρέθηκα. Τα' παμε καλοκαίρι. Θα σε ξαναδώ του χρόνου, ελπίζω πιο ανανεωμένο και λιγότερο μίζερο.

Ξύπνησα, κοίταξα από το παράθυρο και ο ουρανός ήταν σκοτεινιασμένος. Έκανα στο μυαλό μου έναν παραλληλισμό για τον ουρανό και την καρδιά μου, χαμογέλασα και άνοιξα τα παντζούρια. Κρύος αέρας διαπέρασε το σώμα μου και στο μυαλό μου ήρθαν όλες οι καλές στιγμές από τους Χειμώνες που έχω περάσει. Μου ήρθαν βραδιές περιμένοντάς σε με φούτερ και κασκόλ, και αγκαλιές για να γίνει το κρύο πιο υποφερτό. Πρωινά Κυριακής με φίλους και ζεστό καφέ. Φόρμες και μπουφάν πάνω από τα σορτσάκια και αναμονή έξω από το γήπεδο να αρχίσει ο αγώνας. Λαϊκά παλιά τραγούδια που τα ξέρω όλα απ' έξω -αλλά δεν θυμάμαι πώς τα έμαθα- και τον πατέρα μου με μια κιθάρα στα χέρια και αγαπημένα πρόσωπα γύρω του να παίζει και να τραγουδάει με την ψυχή του. Φωτογραφίες της παιδικής μου ηλικίας -οι γονείς μου ήρωες στα μάτια μου. Παιχνίδια και φίλοι και γιορτές. Γέλια με άτομα που έχουν ξεχαστεί αρκετά χιλιόμετρα μακριά από εδώ. Σοκάκια που περπατούσα, θέα που έβλεπα και έναν ουρανό που τότε δε μου ήταν αρκετός. Ιδανικοί Χειμώνες που όταν τους ζούσα περίμενα τους επόμενους. Άλλος ένας έρχεται. Άλλα δεδομένα. Κάποιος θα λείπει. Μπορεί να αναπληρωθεί -μπορεί και όχι. Κάποια στιγμή θα συνέβαινε και αυτό.

Στο χειμώνα, στα φούτερ, στη μυρωδιά του ζεστού καφέ, σε αυτούς που φεύγουν και σε αυτούς που έρχονται.


Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Μια ακόμα φορά.

Δεν μπορεί να είναι δύσκολο. Δεν πρέπει να είναι δύσκολο. Το μειονέκτημα μπορεί να γίνει πλεονέκτημα με κάποιους λεπτούς χειρισμούς. Δεν είναι δα και η πρώτη φορά που μου ζητείται κάτι τέτοιο. Δεν είναι -ευτυχώς- και η πρώτη φορά που κάποιος πιστεύει σε μένα. Τελικά η "εμπειρία" μου πάνω στο θέμα μου ψιθύρισε διστακτικά ότι δεν είναι μέχρι "να πάρεις την απόφαση". Είναι μικρές καθημερινές αποφάσεις που πρέπει να παίρνονται για να καταφέρεις να πετύχεις. Υποκειμενικό το "πετύχεις". Σημαίνει κάτι διαφορετικό για τον καθένα. Και θα μου πεις "δεν είσαι η μόνη". Θα το εμπεδώσω, θα ανακουφιστώ και θα αγχωθώ παράλληλα για κάτι διαφορετικό. Για το μετά. "Τι σημασία έχει τώρα το μετά;" θα μου πει το άλλο μισό του εαυτού μου. Και θα έχει δίκιο αλλά ο εγκέφαλός μου δε λέει να καταλάβει. Εγώ παθιάζομαι μα το ερώτημα είναι ένα. Οι άλλοι μπορεί να περιμένουν πολλά από εμένα. Τι περιμένω όμως εγώ από τον εαυτό μου;

Λες να τα ζω όλα από την αρχή; Όχι πάλι. Υπομονή, επιμονή. 1 χρόνος, 1 στόχος. Θα τα καταφέρω. Για μένα; Μπα, όχι αυτή τη φορά, αλλά θα τα καταφέρω.

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Το κελί

Περνάνε οι στιγμές μπροστά μου αστραπιαία, όχι σαν εικόνες, αλλά σα γραμμές. Πολλές γραμμές που μετά από κάποιο σημείο σε ζαλίζουν. Σαν τα φώτα που έβλεπα το καλοκαίρι μου από το μπαλκόνι, που δεν καταλάβαινα αν βυθίζονται μέσα στη θάλασσα, ή αν απλά "ακουμπούν" πάνω της. Αυτά τα όμορφα φώτα σχηματίζουν γραμμές και μου κόβουν τα μάτια. Ενώνονται μεταξύ τους και σκάνε εικονικά πυροτεχνήματα. Όσο διαρκεί το φως τους προλαβαίνω να ζήσω μερικές από αυτές. Επιλεκτικά. Μια μέρα βασανιστικής σιωπής, ένα βράδυ ξαφνικής έμπνευσης, μια άλλη μέρα επανένωσης και έκπληξης, ένα λεπτό προσωρινής ευτυχίας, μερικά δευτερόλεπτα απόλυτου κενού. Οι γραμμές, με τον τρόπο που πλέον εντυπώνονται στα μάτια και στο μυαλό μου, έχουν καταλήξει να γίνουν μια φυλακή. Θα μου πεις, μια φυλακή που εγώ την έχω διαλέξει, τα κάγκελα της δε μου χρησίμευσαν ποτέ. Δε θα έφευγα. Δεν είναι ότι δεν ήξερα τον τρόπο για να φύγω, είναι ότι δεν είχα τη δύναμη να κουνηθώ. Τα κάγκελα ήταν εκεί για τα μάτια του κόσμου, μα είχα το κλειδί για την σιδερένια πόρτα. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχα τη δύναμη να φτάσω μέχρι εκεί -μερικά μέτρα πιο μακριά δηλαδή. Έτσι έμενα και μένω, έχοντας τα κάγκελα ως δικαιολογία. Το μοναχικό μου κελί κάνει τις γραμμές να περνάνε πιο γρήγορα και το φως το πυροτεχνημάτων να διαρκεί λιγότερο. Ουρλιαχτά ακούγονται από παντού μα εγώ πάντα βυθίζομαι στη σιωπή μου και "ξεχνιέμαι". Το μικρό παράθυρο στην πάνω δεξιά πλευρά του κελιού μου θυμίζει κάποιες φορές ότι υπάρχει ήλιος. Σπάνια, ξετρυπώνει μέσα μια ηλιαχτίδα. Εκείνες τις φορές νιώθω ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Το μυαλό μου επανέρχεται, όλα μπαίνουν στους κανονικούς τους ρυθμούς και ζω τις στιγμές όπως ακριβώς τους αρμόζει. Το κελί δεν υπάρχει καν στη μνήμη μου. Όλα είναι φωτεινά, μαζί τους κι εγώ. Μέχρι ένα σύννεφο να μπει μπροστά στον ήλιο, ή να αλλάξει η θέση του. Η ηλιαχτίδα χάνεται. Μαζί της χάνεται και το φως. Επιστρέφω στο σκοτεινό μου κελί και μαζί με μένα επιστρέφουν και οι βασανιστικές γραμμές.

Υ.Σ Το κλειδί περιμένει στην τσέπη μου υπάκουα. Πόσο επίπονη μπορεί να γίνει αυτή η διαδικασία;