Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Κάποτε...

Ξυπνάς και είσαι εκεί. Σε εκείνο το δωμάτιο που έχεις περάσει όλα σου τα καλοκαίρια. Σε εκείνο το δωμάτιο που έχεις μάθει να μιλάς, να περπατάς, να αγαπάς, να υπομένεις και επιμένεις. Ανακάθεσαι στο κρεβάτι και προσπαθείς να σκεφτείς τι μέρα είναι, τι ώρα, αν πρέπει να ντυθείς για να ανέβεις πάνω στην αυλή, ή να βάλεις μαγιό για να κατέβεις για μπάνιο. Η καλημέρα έτοιμη πριν ακόμα προλάβεις να ανέβεις όλα τα σκαλιά. Το πρωινό έτοιμο κι αυτό γιατί "πώςθακάνειςμπάνιοβρεπαιδίμουμεγεμάτοστομάχι". Η θάλασσα εκνευριστικά αναμενόμενη. Βουτάς μετά από 3 λεπτά και 29 δευτερόλεπτα γιατί κρύωνες και φτάνεις στους άλλους. Με την κουβέντα και τα γέλια κολυμπάτε μαζί μέχρι τη σημαία. Και άντε τώρα τόσο δρόμο πίσω που έχεις και το κύμα κόντρα. Γκρινιάζεις γιατί θες να βγεις για ηλιοθεραπεία αλλά όπως πάντα λέει "μέσαστονερόμαυρίζειςπερισσότερο". Κάποτε τα παιχνίδια μέσα στο νερό έδιναν και έπαιρναν. Προσπάθησε να καταλάβεις ποιο τραγούδι λέω κάτω από την επιφάνεια του νερού και έλα να χορέψουμε τανγκό. Άσε τους μεγάλους έξω, έχουν την ομπρέλα. Με τα πολλά η απόφαση του γυρισμού θα παρθεί. Θα ανεβείτε νωχελικά την -πάντα στα μάτια του μικρού παιδιού που ήσουν- τεράστια ανηφόρα. Πάντα την ανέβαινες μαζί με τους έξι υπόλοιπους με τραγούδια και γέλια και φωνές. Η λεκάνη με το νερό έχει ζεσταθεί τόση ώρα που περίμενε στον ήλιο. Κάνεις μπάνιο βαρετά και γρήγορα. Παλιότερα οι λεκάνες ήταν τρεις και τα άτομα που έκαναν μπάνιο εφτά, αλλά τώρα που να χωρέσουμε όλοι μαζί "πουμεγάλωσανταπαιδιάκαιδενχωράμε". Αλλάζεις, βάζεις το air contition και ανεβαίνεις πάνω να φας. Κάνεις ησυχία μην ξυπνήσει η γιαγιά και ο παππούς. Κάποτε ντυνόσουν, ανέβαινες πάνω και οι φωνές αντηχούσαν σε όλη την περιοχή. Έντεκα τουλάχιστον άτομα στριμώχνονταν στο τραπέζι. Τώρα τρια άτομα κάνουν χώρο στη γωνίτσα για να φάνε στα βουβά. Πάμε τα πιάτα μέσα και κατεβαίνουμε κάτω. Ένας στο υπόγειο και δύο στο δωματιάκι, αφού μαλώσουμε πάλι για την τηλεόραση και αφού μου δώσει το pc ως αντάλλαγμα. Προσπαθείς να σε πάρει ο ύπνος αλλά μάταια. Περιμένεις τους άλλους να ξυπνήσουν. Κάποτε πήγαιναν πέντε στο υπόγειο και τέσσερις στο δωματιάκι. Και όσο κι αν δεν νύσταζες στο τέλος πάντα σε έπαιρνε ο ύπνος. Το απόγευμα στην αυλή μια ζωή. Έτσι και τώρα όλοι μπροστά στην τηλεόραση και εσύ αραχτή στην κούνια να κοιτάς ανιαρά το κουτί. Κάποτε κάθονταν τρεις στην κούνια. Τραγουδούσαν, έπαιζαν, έτρωγαν, γελούσαν. Τέσσερις στο τραπεζάκι. Δύο έπαιζαν μπάσκετ με τις ώρες στην κοντή μπασκέτα δίπλα στην κούνια. Δύο στις καρέκλες καμάρωναν για αυτή την οικογένεια που άφηναν πίσω τους. Τώρα το βράδυ νωρίς, οι δύο θα φύγουν και οι τρεις θα πάρουν το αμάξι και θα τρέχουν στους δρόμους, να το γυρίσουν το νησί. Εσύ θα κάθεσαι στο πίσω κάθισμα, θα σε φυσάει ο αέρας που θα μυρίζει αναμνήσεις. Όπως τότε που το βράδυ τελείωνε με πέντε κουτσούβελα που τους έπαιρνε ο ύπνος στις καρέκλες και στην κούνια και τους μετέφεραν στα κρεβάτια τους γελώντας οι γονείς τους, κι αυτοί -και οι τέσσερις- έμεναν κάτω να κάνουν στα κρυφά από ένα τσιγάρο. Και προσπαθείς όπως σε χτυπάει ο αέρας να σε πάρει ο ύπνος και να πας εκεί.

Ξυπνάς σε εκείνο το δωμάτιο. Δεν ξέρεις τι ώρα είναι και τι μέρα. Και οι μέρες επαναλαμβάνονται και το καλοκαίρι φεύγει. Φεύγει αυτό που δε μοιάζει καθόλου με όλα αυτά που πέρασες παιδί στο ίδιο μέρος. Και ο αέρας πάντα θα μυρίζει αναμνήσεις. Και εσύ θα είσαι πάντα πολύ μεγάλος για να μείνεις και πολύ μικρός για να ξεφύγεις.

2 σχόλια:

  1. Είναι η πραγματικότητα ... Όπως πάντα απίστευτο και αυτό το κείμενο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Απόλαυσε όσο καλοκαίρι μένει. Να ξέρεις ότι αυτό σου το καλοκαίρι χωρίζει δύο τεράστιες εποχές. Κοίτα εκεί που θα πας το Σεπτέμβρη να μη χάσεις τον εαυτό σου, όπως η συντάκτρια αυτού του κειμένου...

      Διαγραφή