Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Περιμένω..

Μου έλειψες ξαφνικά. Περνούσα κάτω από το σπίτι σου και κάτι μου φώναζε να ανέβω. Η γειτονιά στο πόδι. Με κοιτούσαν λες κι έκανα έγκλημα. Μπορεί να κοιτούσα το μπαλκόνι σου για 5 λεπτά, μπορεί να ήταν και μισή ώρα τώρα που το σκέφτομαι. Πότε πότε κοίταζα τους περαστικούς που περνούσαν. Όχι λάθος, δεν ξεκόλλησα το βλέμμα μου από το παράθυρό σου. Και κάποια στιγμή τα πόδια μου κουράστηκαν, έκαιγαν, και έκατσα στο παγκάκι μας. Λάθος πάλι. Δεν έκατσα στιγμή, απλά στεκόμουν όρθια και περίμενα. Τι περίμενα; Δεν ήξερα. Και τα μάτια μου τα ανοιγόκλεινα, ναι το θυμάμαι, γιατί όταν τα αφήνω για πολλή ώρα ανοιχτά δακρύζουν, όπως και όλων των ανθρώπων. Κάτσε, πάλι λάθος; Τώρα που το σκέφτομαι, όχι. Δεν τα έκλεισα. Ούτε μια φορά. Δάκρυα δε βγήκαν. Με έχουν βαρεθεί πια. Τα κουράζω τελευταία. Άλλα δεν τα έκλεισα. Μισή ώρα ανοιχτά, ή μήπως μια; Περίμενα. Τι περίμενα; Δεν ήξερα. Η μήπως ήξερα; Δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Ή απλά δεν ήθελα να βάλω ταμπέλα στην προσμονή μου; Περίμενα πολλά. Δε βγήκες. Ποτέ δεν έβγαινες. Πάντα στεκόμουν δίπλα στο παγκάκι μας περιμένοντας να φανείς. Φοβάσαι, πάντα φοβόσουν. Φοβόσουν τα μάτια μου. Αυτά που θα σου έλεγαν. Αυτά δε σου έκρυψαν ποτέ ο,τι σου έκρυψα εγώ. Αυτά στα έλεγαν όλα. Και εσύ τα άκουγες. Χρόνος παρελθοντικός και μη επιστρέψιμος. Δεν ακούς πια. Δε μπορείς, δε θέλεις, δεν αντέχεις, δε τα καταφέρνεις, δε συνήθισες. Αυτό, αυτό το τελευταίο ήταν το θέμα σου. Ποτέ σου δεν με συνήθισες. Ποτέ σου δε με έμαθες. Ποτέ. Όλα είναι μια συνήθεια λένε. Και τώρα που είσαι; Δεν θα βγεις στο μπαλκόνι. Και αύριο εκεί θα είμαι. Όρθια, με τα πόδια μου και τα μάτια μου να καίνε. Αλλά εγώ θα περιμένω. Τι; Δε θα ξέρω... Δεν θα θέλω να ξέρω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου